Αρχαία: έρουσιν;

athina.ma

Νεοφερμένος

Η athina.ma αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 17 ετών και Μαθήτρια Γ' λυκείου. Έχει γράψει 2 μηνύματα.
Ερουσιν είναι καταληξη γ πληθ οριστικη αλλα το θεμα εχειαυξηση αρα μηπως γνωριζετε απο που βγαινει;
 

smarw

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η smarw αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθήτρια Γ' λυκείου. Έχει γράψει 377 μηνύματα.
Ερουσιν είναι καταληξη γ πληθ οριστικη αλλα το θεμα εχειαυξηση αρα μηπως γνωριζετε απο που βγαινει;
Είναι ανωμαλο το ρημα. Ο τυπος ειναι γ πληθ οριστικης μελλοντα ενεργητικης φωνης του ρηματος λεγω
Αρχικοι χρόνοι: λεγω , ελεγον , λεξω και ερω , ελεξα και ειπον και ειπα , ειρηκα , ειρηκειν
Στη μεση φωνή είναι: λεγομαι , ελεγομην , λεχθησομαι και ρηθησομαι , ελεχθην και ερρηθην , ειρημαι , ειρημην
 

athina.ma

Νεοφερμένος

Η athina.ma αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 17 ετών και Μαθήτρια Γ' λυκείου. Έχει γράψει 2 μηνύματα.
Χίλια ευχαριστώ είχε κολλήσει το μυαλό μου!
 

γιαννης_00

Επιφανές μέλος

Ο γιαννης_00 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 23 ετών, Μαθητής Α' γυμνασίου και μας γράφει απο Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 10,723 μηνύματα.
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λέγω / λέγομαι»

Ενεργητική Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
λέγω, λέγεις, λέγει, λέγομεν, λέγετε, λέγουσι(ν)
Υποτακτική
λέγω, λέγῃς, λέγῃ, λέγωμεν, λέγητε, λέγωσι(ν)
Ευκτική
λέγοιμι, λέγοις, λέγοι, λέγοιμεν, λέγοιτε, λέγοιεν
Προστακτική
---, λέγε, λεγέτω, ---, λέγετε, λεγόντων (ή λεγέτωσαν)
Απαρέμφατο
λέγειν
Μετοχή
λέγων, λέγουσα, λέγον

Παρατατικός
Οριστική
ἔλεγον, ἔλεγες, ἔλεγε, ἐλέγομεν, ἐλέγετε, ἔλεγον

Μέλλοντας
Οριστική
λέξω, λέξεις, λέξει, λέξομεν, λέξετε, λέξουσι(ν)
Ευκτική
λέξοιμι, λέξοις, λέξοι, λέξοιμεν, λέξοιτε, λέξοιεν
Απαρέμφατο
λέξειν
Μετοχή
λέξων, λέξουσα, λέξον

Μέλλοντας συνηρημένος
Οριστική
ἐρῶ, ἐρεῖς, ἐρεῖ, ἐροῦμεν, ἐρεῖτε, ἐροῦσι(ν)
Ευκτική
ἐροῖμι ή ἐροίην, ἐροῖς ή ἐροίης, ἐροῖ ή ἐροίη, ἐροῖμεν, ἐροῖτε, ἐροῖεν
Απαρέμφατο
ἐρεῖν
Μετοχή
ἐρῶν, ἐροῦσα, ἐροῦν

Αόριστος
Οριστική
ἔλεξα, ἔλεξας, ἔλεξε(ν), ἐλέξαμεν, ἐλέξατε, ἔλεξαν
Υποτακτική
λέξω, λέξῃς, λέξῃ, λέξωμεν, λέξητε, λέξωσι(ν)
Ευκτική
λέξαιμι, λέξαις / λέξειας, λέξαι / λέξειε(ν), λέξαιμεν, λέξαιτε, λέξαιεν ή λέξειαν
Προστακτική
---, λέξον, λεξάτω, ---, λέξατε, λεξάντων (ή λεξάτωσαν)
Απαρέμφατο
λέξαι
Μετοχή
λέξας, λέξασα, λέξαν

Αόριστος Β΄
Οριστική
εἶπον, εἶπες, εἶπε, εἴπομεν, εἴπετε, εἶπον
Υποτακτική
εἴπω, εἴπῃς, εἴπῃ, εἴπωμεν, εἴπητε, εἴπωσι(ν)
Ευκτική
εἴποιμι, εἴποις, εἴποι, εἴποιμεν, εἴποιτε, εἴποιεν
Προστακτική
---, εἰπέ, εἰπέτω, ---, εἴπετε, εἰπόντων ή εἰπέτωσαν
Απαρέμφατο
εἰπεῖν
Μετοχή
εἰπών, εἰποῦσα, εἰπόν

Παρακείμενος
Οριστική
εἴρηκα, εἴρηκας, εἴρηκε, εἰρήκαμεν, εἰρήκατε, εἰρήκασι(ν)

Υποτακτική
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ὦ
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ᾖς
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ᾖ
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ὦμεν
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ἦτε
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ὦσι

Ευκτική
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός εἴην
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός εἴης
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός εἴη
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα εἴημεν (εἶμεν)
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα εἴητε (εἶτε)
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ἴσθι
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ἔστω
---
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ἔστε
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ἔστων

Απαρέμφατο
εἰρηκέναι
Μετοχή
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός

Υπερσυντέλικος
Οριστική
εἰρήκειν, εἰρήκεις, εἰρήκει, εἰρήκεμεν, εἰρήκετε, εἰρήκεσαν

Μέση Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
λέγομαι, λέγῃ/λέγει, λέγεται, λεγόμεθα, λέγεσθε, λέγονται
Υποτακτική
λέγωμαι, λέγῃ, λέγηται, λεγώμεθα, λέγησθε, λέγωνται
Ευκτική
λεγοίμην, λέγοιο, λέγοιτο, λεγοίμεθα, λέγοισθε, λέγοιντο
Προστακτική
---, λέγου, λεγέσθω, ---, λέγεσθε, λεγέσθων ή λεγέσθωσαν
Απαρέμφατο
λέγεσθαι
Μετοχή
λεγόμενος
λεγομένη
λεγόμενον

Παρατατικός
Οριστική
ἐλεγόμην, ἐλέγου, ἐλέγετο, ἐλεγόμεθα, ἐλέγεσθε, ἐλέγοντο

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ῥηθήσομαι, ῥηθήσῃ/ῥηθήσει, ῥηθήσεται, ῥηθησόμεθα, ῥηθήσεσθε, ῥηθήσονται
Ευκτική
ῥηθησοίμην, ῥηθήσοιο, ῥηθήσοιτο, ῥηθησοίμεθα, ῥηθήσοισθε, ῥηθήσοιντο
Απαρέμφατο
ῥηθήσεσθαι
Μετοχή
ῥηθησόμενος
ῥηθησομένη
ῥηθησόμενον

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λεχθήσομαι, λεχθήσῃ/λεχθήσει, λεχθήσεται, λεχθησόμεθα, λεχθήσεσθε, λεχθήσονται
Ευκτική
λεχθησοίμην, λεχθήσοιο, λεχθήσοιτο, λεχθησοίμεθα, λεχθήσοισθε, λεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
λεχθήσεσθαι
Μετοχή
λεχθησόμενος
λεχθησομένη
λεχθησόμενον

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐρρήθην, ἐρρήθης, ἐρρήθη, ἐρρήθημεν, ἐρρήθητε, ἐρρήθησαν
Υποτακτική
ῥηθῶ, ῥηθῇς, ῥηθῇ, ῥηθῶμεν, ῥηθῆτε, ῥηθῶσι(ν)
Ευκτική
ῥηθείην, ῥηθείης, ῥηθείη, ῥηθείημεν ή ῥηθεῖμεν, ῥηθείητε ή ῥηθεῖτε, ῥηθείησαν ή ῥηθεῖεν
Προστακτική
---, ῥήθητι, ῥηθήτω, ---, ῥήθητε, ῥηθέντων ή ῥηθήτωσαν
Απαρέμφατο
ῥηθῆναι
Μετοχή
ῥηθείς
ῥηθεῖσα
ῥηθέν

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλέχθην, ἐλέχθης, ἐλέχθη, ἐλέχθημεν, ἐλέχθητε, ἐλέχθησαν
Υποτακτική
λεχθῶ, λεχθῇς, λεχθῇ, λεχθῶμεν, λεχθῆτε, λεχθῶσι(ν)
Ευκτική
λεχθείην, λεχθείης, λεχθείη, λεχθείημεν ή λεχθεῖμεν, λεχθείητε ή λεχθεῖτε, λεχθείησαν ή λεχθεῖεν
Προστακτική
---, λέχθητι, λεχθήτω, ---, λέχθητε, λεχθέντων ή λεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
λεχθῆναι
Μετοχή
λεχθείς
λεχθεῖσα
λεχθέν

Παρακείμενος
Οριστική
εἴρημαι, εἴρησαι, εἴρηται, εἰρήμεθα, εἴρησθε, εἴρηνται

Υποτακτική
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον ὦ
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον ᾖς
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον ᾖ
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα ὦμεν
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα ἦτε
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα ὦσι

Ευκτική
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον εἴην
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον εἴης
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον εἴη
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα εἴημεν (εἶμεν)
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα εἴητε (εἶτε)
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---, εἴρησο, εἰρήσθω, --- εἴρησθε, εἰρήσθων ή εἰρήσθωσαν

Απαρέμφατο
εἰρῆσθαι
Μετοχή
εἰρημένος,
εἰρημένη,
εἰρημένον

Υπερσυντέλικος
εἰρήμην
, εἴρησο, εἴρητο, εἰρήμεθα, εἴρησθε, εἴρηντο
 
Τελευταία επεξεργασία:

Nala

Πολύ δραστήριο μέλος

Η Nala αυτή τη στιγμή είναι συνδεδεμένη. Είναι 21 ετών, Φοιτήτρια του τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 862 μηνύματα.
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λέγω / λέγομαι»

Ενεργητική Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
λέγω, λέγεις, λέγει, λέγομεν, λέγετε, λέγουσι(ν)
Υποτακτική
λέγω, λέγῃς, λέγῃ, λέγωμεν, λέγητε, λέγωσι(ν)
Ευκτική
λέγοιμι, λέγοις, λέγοι, λέγοιμεν, λέγοιτε, λέγοιεν
Προστακτική
---, λέγε, λεγέτω, ---, λέγετε, λεγόντων (ή λεγέτωσαν)
Απαρέμφατο
λέγειν
Μετοχή
λέγων, λέγουσα, λέγον

Παρατατικός
Οριστική
ἔλεγον, ἔλεγες, ἔλεγε, ἐλέγομεν, ἐλέγετε, ἔλεγον

Μέλλοντας
Οριστική
λέξω, λέξεις, λέξει, λέξομεν, λέξετε, λέξουσι(ν)
Ευκτική
λέξοιμι, λέξοις, λέξοι, λέξοιμεν, λέξοιτε, λέξοιεν
Απαρέμφατο
λέξειν
Μετοχή
λέξων, λέξουσα, λέξον

Μέλλοντας συνηρημένος
Οριστική
ἐρῶ, ἐρεῖς, ἐρεῖ, ἐροῦμεν, ἐρεῖτε, ἐροῦσι(ν)
Ευκτική
ἐροῖμι ή ἐροίην, ἐροῖς ή ἐροίης, ἐροῖ ή ἐροίη, ἐροῖμεν, ἐροῖτε, ἐροῖεν
Απαρέμφατο
ἐρεῖν
Μετοχή
ἐρῶν, ἐροῦσα, ἐροῦν

Αόριστος
Οριστική
ἔλεξα, ἔλεξας, ἔλεξε(ν), ἐλέξαμεν, ἐλέξατε, ἔλεξαν
Υποτακτική
λέξω, λέξῃς, λέξῃ, λέξωμεν, λέξητε, λέξωσι(ν)
Ευκτική
λέξαιμι, λέξαις / λέξειας, λέξαι / λέξειε(ν), λέξαιμεν, λέξαιτε, λέξαιεν ή λέξειαν
Προστακτική
---, λέξον, λεξάτω, ---, λέξατε, λεξάντων (ή λεξάτωσαν)
Απαρέμφατο
λέξαι
Μετοχή
λέξας, λέξασα, λέξαν

Αόριστος Β΄
Οριστική
εἶπον, εἶπες, εἶπε, εἴπομεν, εἴπετε, εἶπον
Υποτακτική
εἴπω, εἴπῃς, εἴπῃ, εἴπωμεν, εἴπητε, εἴπωσι(ν)
Ευκτική
εἴποιμι, εἴποις, εἴποι, εἴποιμεν, εἴποιτε, εἴποιεν
Προστακτική
---, εἰπέ, εἰπέτω, ---, εἴπετε, εἰπόντων ή εἰπέτωσαν
Απαρέμφατο
εἰπεῖν
Μετοχή
εἰπών, εἰποῦσα, εἰπόν

Παρακείμενος
Οριστική
εἴρηκα, εἴρηκας, εἴρηκε, εἰρήκαμεν, εἰρήκατε, εἰρήκασι(ν)

Υποτακτική
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ὦ
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ᾖς
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ᾖ
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ὦμεν
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ἦτε
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ὦσι

Ευκτική
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός εἴην
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός εἴης
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός εἴη
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα εἴημεν (εἶμεν)
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα εἴητε (εἶτε)
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ἴσθι
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός ἔστω
---
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ἔστε
εἰρηκότες- εἰρηκυῖαι- εἰρηκότα ἔστων

Απαρέμφατο
εἰρηκέναι
Μετοχή
εἰρηκώς- εἰρηκυῖα- εἰρηκός

Υπερσυντέλικος
Οριστική
εἰρήκειν, εἰρήκεις, εἰρήκει, εἰρήκεμεν, εἰρήκετε, εἰρήκεσαν

Μέση Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
λέγομαι, λέγῃ/λέγει, λέγεται, λεγόμεθα, λέγεσθε, λέγονται
Υποτακτική
λέγωμαι, λέγῃ, λέγηται, λεγώμεθα, λέγησθε, λέγωνται
Ευκτική
λεγοίμην, λέγοιο, λέγοιτο, λεγοίμεθα, λέγοισθε, λέγοιντο
Προστακτική
---, λέγου, λεγέσθω, ---, λέγεσθε, λεγέσθων ή λεγέσθωσαν
Απαρέμφατο
λέγεσθαι
Μετοχή
λεγόμενος
λεγομένη
λεγόμενον

Παρατατικός
Οριστική
ἐλεγόμην, ἐλέγου, ἐλέγετο, ἐλεγόμεθα, ἐλέγεσθε, ἐλέγοντο

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ῥηθήσομαι, ῥηθήσῃ/ῥηθήσει, ῥηθήσεται, ῥηθησόμεθα, ῥηθήσεσθε, ῥηθήσονται
Ευκτική
ῥηθησοίμην, ῥηθήσοιο, ῥηθήσοιτο, ῥηθησοίμεθα, ῥηθήσοισθε, ῥηθήσοιντο
Απαρέμφατο
ῥηθήσεσθαι
Μετοχή
ῥηθησόμενος
ῥηθησομένη
ῥηθησόμενον

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λεχθήσομαι, λεχθήσῃ/λεχθήσει, λεχθήσεται, λεχθησόμεθα, λεχθήσεσθε, λεχθήσονται
Ευκτική
λεχθησοίμην, λεχθήσοιο, λεχθήσοιτο, λεχθησοίμεθα, λεχθήσοισθε, λεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
λεχθήσεσθαι
Μετοχή
λεχθησόμενος
λεχθησομένη
λεχθησόμενον

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐρρήθην, ἐρρήθης, ἐρρήθη, ἐρρήθημεν, ἐρρήθητε, ἐρρήθησαν
Υποτακτική
ῥηθῶ, ῥηθῇς, ῥηθῇ, ῥηθῶμεν, ῥηθῆτε, ῥηθῶσι(ν)
Ευκτική
ῥηθείην, ῥηθείης, ῥηθείη, ῥηθείημεν ή ῥηθεῖμεν, ῥηθείητε ή ῥηθεῖτε, ῥηθείησαν ή ῥηθεῖεν
Προστακτική
---, ῥήθητι, ῥηθήτω, ---, ῥήθητε, ῥηθέντων ή ῥηθήτωσαν
Απαρέμφατο
ῥηθῆναι
Μετοχή
ῥηθείς
ῥηθεῖσα
ῥηθέν

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλέχθην, ἐλέχθης, ἐλέχθη, ἐλέχθημεν, ἐλέχθητε, ἐλέχθησαν
Υποτακτική
λεχθῶ, λεχθῇς, λεχθῇ, λεχθῶμεν, λεχθῆτε, λεχθῶσι(ν)
Ευκτική
λεχθείην, λεχθείης, λεχθείη, λεχθείημεν ή λεχθεῖμεν, λεχθείητε ή λεχθεῖτε, λεχθείησαν ή λεχθεῖεν
Προστακτική
---, λέχθητι, λεχθήτω, ---, λέχθητε, λεχθέντων ή λεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
λεχθῆναι
Μετοχή
λεχθείς
λεχθεῖσα
λεχθέν

Παρακείμενος
Οριστική
εἴρημαι, εἴρησαι, εἴρηται, εἰρήμεθα, εἴρησθε, εἴρηνται

Υποτακτική
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον ὦ
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον ᾖς
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον ᾖ
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα ὦμεν
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα ἦτε
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα ὦσι

Ευκτική
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον εἴην
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον εἴης
εἰρημένος- εἰρημένη-εἰρημένον εἴη
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα εἴημεν (εἶμεν)
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα εἴητε (εἶτε)
εἰρημένοι- εἰρημέναι-εἰρημένα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---, εἴρησο, εἰρήσθω, --- εἴρησθε, εἰρήσθων ή εἰρήσθωσαν

Απαρέμφατο
εἰρῆσθαι
Μετοχή
εἰρημένος,
εἰρημένη,
εἰρημένον

Υπερσυντέλικος
εἰρήμην
, εἴρησο, εἴρητο, εἰρήμεθα, εἴρησθε, εἴρηντο
Πω πω, χίλιες φορές στερεό Κ χρωμοσώματα!!
 

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top