Έχετε σκεφτεί να γράψετε βιβλίο;

SICX

Διάσημο μέλος

Ο GEORGE αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 32 ετών και Φοιτητής. Έχει γράψει 2,257 μηνύματα.
εχω ξεκινησει αρκετα αλλα δν τελειωσα κανενα ποτε:P
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Nef!~

Νεοφερμένος

Η Νεφελη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθητής Γ' γυμνασίου και μας γράφει απο Ίλιον (Αττική). Έχει γράψει 8 μηνύματα.
Ειχα ξεκινησει ενα πριν απο ενα χρονο , κατα καιρους σταματουσα και συνεχιζα λογω υποχρεωσεων αλλα και επειδη με κουραζε και το βαριομουν να γραφω ΣΥΝΕΧΕΙΑ... Ειχα πολλες ιδεες και στη πορεια διαπιστωνα οτι σ αυτα που ειχα γραψει δεν κολλαγαν οι νεες ιδεες μου και θα πρεπε να συνεχισω καπως αλλιως που δεν θα με συνεπαιρνε τοσο :(... Οταν εφτασα στις 70-80 σελιδες το βαρεθηκα εντελως και ξεκινησα κατι καινουγιο απλα διακοπτοντας το... Ομοιως το 2ο δεν μπορουσα να το συνεχισω γιατι σκεφτομουν κατι αλλο κτλ .. :P
Ειχα φτασει τις 350 σελιδες που αποτελουνταν απο 7 διαφορετικες ιστοριες οταν εκλεισαν φετος τα σχολεια... Τον τελευταιο καιρο προσπαθω να τις συνδεσω ... Πραγμα που εχω πετυχει πολυ καλοφτιαγμενα με τις 4 απο αυτες :D... Δεν ξερω αν θα τα καταφερω και με τις υπολοιπες , αλλα με εξεπληξε και χαροποιησε πολυ το γεγονος οτι μπορουσα να γραφω κατι ενδιαφερον για μενα καθε φορα χωρις απαραιτητα να πανε χαμενα τα προηγουμενα τελικα! :)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

6Marina9

Νεοφερμένος

Η Μαρινα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 5 μηνύματα.
Γεια σας ειμαι καινουρια εδω αλλα μου αρεσε πολυ το topic και ειπα να μπω. Προσωπικα παντα ειχα ιδεεσ στο μυαλο μου και εφτιαχνα ιστοριεσ τισ ελεγα και στην καλυτερη μου φιλη (καλα που δεν με περασε για τρελη!) αρχισα να γραφω στην 1 λυκειου οταν με παροτρυνε ο καθηγητης μου. Τεσπα αυτο ειναι κατι που αρχισα πριν 1 μηνα αλλα δεν εφτασα στο τελος...

1 κεφαλαιο :redface:

( Οι σκιές του παρελθόντος )

Καμιά ανάμνηση το παρελθόν άγνωστο μονό ένας θεός ξέρει ποτέ άρχισε η ζωή του, η ζωή που γνωρίζει. Μια ανάμνηση παραμένει άθικτη που τον στοιχειώνει στο παρόν. Η έρημος και το γκρίζο σταχτώδες τοπίο γύρο του. Ο κόσμος είναι όπως είναι, βουτηγμένος στο σκοτάδι. Όλες οι ιστορίες για το παρελθόν ακούγονται σαν παραμύθια στα αυτιά του. Οι γενναίοι ένδοξοι καιροί που ελάχιστοι θυμούνται δεν άφησαν κανένα στίγμα, κανένα σημάδι τους. Όλα μετατράπηκαν σε μια επικίνδυνη έρημος και μέσα στα μυαλά των πεινασμένων πλασμάτων, που έχουν χάσει την ταυτότητα τους, παραμένει το σκοτεινό και πρόστυχο. Οι αμαρτίες έχουν γίνει μια συνήθεια της καθημερινότητας με σκοπό να επιζήσουν.
Οι βαριές, μαύρες μπότες του χτυπούσαν ανελέητα τη σκληρή ρυτιδιασμένη γη που είχε να νιώσει το άγγιγμα της βροχής για χρονιά. Η σκασμένη επιφάνεια της έκρυβε θανάσιμους εχθρούς που ήταν αίτια θανάτου των ταξιδιωτών και περιπλανώμενων όπως ήταν ο ιδιος. Ο αέρας είχε σηκωθεί ορμητικός ταλαιπωρώντας τον κουκουλωμένο άντρα ο οποίος παρόλα αυτά περπατούσε σταθερά.
Μπροστά του με την προστασία της παλάμης του έβλεπε τις κορφές των σπιτιών που θύμιζαν τους πυργίσκους των κάστρων που διαπερνούσαν σαν λεπίδες τον σκοτεινό ουρανό, προαναγγέλλοντας την βροχή. Μια πικρή οφθαλμαπάτη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες γιατί η βροχή έχει εξοριστεί από τούτη τη γη.
Επιτέλους μετά από εβδομάδες κατάφερε να φτάσει σε αυτό το σάπιο καταφύγιο γνωστό ως Ρόκμπουργκ. Παρέδωσε τα διόδια σε έναν γιγάντιο φύλακα που καθόταν στην μαύρη πύλη και συνέχισε το δρόμο του στον βρώμικο λιθόστρωτο δρόμο που σε προκαλούσε να σκοντάψεις. Οι άνθρωποι γύρο τον κοίταξαν καχύποπτα. ʽΆνθρωποιʼ όλοι υιοθέτησαν αυτόν τον κάποτε κατώτερο τίτλο. Οι διάφορες είχαν λήξει μονό οι πεισματάρηδες που υσχιρίζονταν την αγνότητα της κληρονομιάς τους έλεγαν <<Εγώ είμαι Ξωτικό>> ή <<Εγώ είμαι τρανός Όρκ>>. Αλλά ποιος τους πιστεύει. Όλοι έγιναν ίδιοι μονό μερικά χαρακτηρίστηκα θα πρόδιδαν κάποιο ίχνος των αρχαίων φυλών.
Πέρασε σε ένα στενό όπου έφτανε σε αδιέξοδο. Στα δεξιά η βρώμικη ταμπέλα <<Κάθαρμα>>, έτριζε προσκαλώντας τα αποβράσματα της πόλης να μεθύσουν, να καυγαδίσουν και μερικοί να αλληλοσκοτωθούν. Στην γωνία μια πόρνη με κατακόκκινα μαλλιά, με χοντρές μπούκλες τον κοίταξε προκλητικά με ένα γλυκό χαμόγελο στα κόκκινα βαμμένα χείλη της. Με μια απαλή κίνηση ανέβασε το φουντωτό μακρύ φόρεμα της αποκαλύπτοντας την λευκή επιδερμίδα του καλλιγράμμου ποδιού της. Βλέποντας τον άντρα να περνάει τη πόρτα ρουθούνισε και με ένα ψυχρό βλέμμα τον ακολούθησε.
Το δωμάτιο είχε ελάχιστο φωτισμό. Στο μπαρ κάθονταν κανα πέντε ʽάνθρωποιʼ ταξιδιωτες απʼ ότι έδειχνε η ενδυμασία τους.
<<Γκάζι αγάπη μου, βάλε μου το αγαπημένο μου ποτό>>, είπε η κοκκινομάλλα και έκατσε στο μπαρ κοντά στον κουκουλωμένο άντρα. <<Θα σε κεράσω ένα ποτάκι αν μου δείξεις το πρόσωπο σου>>, είπε στον νεοφερμένο κλείνοντας του το μάτι.
Ο άντρας κατέβασε το κομμάτι υφάσματος που έκλεινε το πρόσωπο του και κατέβασε την κουκούλα. Αποκάλυψε τα κοντοκουρεμένα κατάξανθα μαλλιά του. Το πρόσωπο του ήταν ωραίο και νεανικό όχι πάνω από 25 χρονών. Την κοίταξε με τα γαλάζια σαν την θάλασσα μάτια του.
<<Καλέ εσύ είσαι κούκλος. Κρίμα να κρύβεις τέτοιο αγγελικό πρόσωπο. Ορκίζομαι στις νύμφες της νύχτας ένας άγγελος με σάρκα και οστα>>, είπε απολαμβάνοντας το κάθε χιλιοστό του προσώπου του.
<<Αναρωτιέμαι>>, είπε με μια βαθειά γοητευτική χροιά. <<Αυτό το κόκκινο της φωτιάς είναι έμφυτο χάρισμα?>>, την πλησίασε χαμογελώντας.
<<Χεχ, έχω και κάτι για το οποίο να είμαι περιφανή>>, απάντησε κοκκινίζοντας. <<Γκάζι τι στέκεσαι εκεί σαν χάνος? Βάλε στον όμορφο ένα ποτό της φωτιάς>>
Τα ποτά δεν σταμάτησαν και το γέλιο της κοκκινομάλλας δυνάμωνε όλο ένα.
<<Αλήθεια άγγελε πως σε λένε?>>, ρώτησε με έναν απαλό λόξυγκα.
<<Ντάντε, εσένα νύμφη?>>
<<Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις>>, απάντησε ανεβάζοντας το φόρεμα της αποκαλύπτοντας το γόνατο της.
Το χάιδεψε χαμογελώντας. <<Θέλω να φωνάξω εσένα όχι κάτι ψεύτικο>>
<<Νίμελε, αλλά μην το πεις σε κανέναν>>, του ψιθύρισε στο αυτί ανατριχιάζοντας καθώς το χέρι του ανέβηκε πάνω από το γόνατο. <<Θα περάσεις τη νύχτα σου εδώ?>>
<<Ναι>>, της ψιθύρισε.
Ανέβηκαν τις στενές ξύλινες σκάλες αυτή τον ακολουθούσε χαϊδεύοντας την πλάτη του. Το κλειδί άνοιξε την πόρτα που λίγο ήθελε για να σπάσει. Μπήκανε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο που φωτιζόταν ελάχιστα μόλις η πόρτα έκλεισε γύρισε για να την κοιτάξει. Τον πλησίασε πιάνοντας το πρόσωπο του φιλώντας τον. Έβγαλε τον σφιχτό κορσέ και μαζί έπεσε χωρίς μεγάλη προσπάθεια η φουντωτή φούστα.
Η κοκκινομάλλα σηκώθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε κοίταξε ανήσυχα τον Ντάντε που ήταν ξαπλωμένος με τη πλάτη γυρισμένη. Ξεφύσησε μόλις είδε ότι δεν κουνιόταν. Έβαλε τα ρούχα της κοιτώντας τον κάθε φόρα. Γύρισε προς τα ρούχα του που ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Στη ζώνη του είδε το σάκο που έκανε τον ήχο από νομίσματα να συγκρούονται. Με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο έκρυψε το πουγκί σε ένα σφιχτό πλατύ λάστιχο που είχε δεμένο ψηλά στο μπούτι της. Σηκώθηκε στρώνοντας την φουντωτή φούστα της που θρόισε και κοίταξε και πάλι τον νέο.
<<Συγνώμη όμορφε αλλά έτσι είναι η ζωή>>
Γύρισε για να φύγει όταν ένας κρύος αέρας την χτύπησε από πίσω και μια λεπίδα ήταν έτοιμη να διαπεράσει το λαιμό της. Ο Ντάντε στεκοταν πίσω της κρατώντας το στιλέτο.
<<Αυτό το χρειάζομαι γλυκά>>, είπε στο αυτί της και ανέβασε με το ελεύθερο χέρι του τη φούστα, πέρασε το χέρι του στο πόδι της φτάνοντας στο πουγκί. Το τράβηξε με δύναμη και την άφησε να απομακρυνθεί.
Το πρόσωπο της χλόμιασε και ο κρύος ιδρώτας φόβου διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Τα μαλλιά της έπεφταν ανάστατα κρύβοντας ελαφρά το μισό πρόσωπο της. Καθώς ανάσαινε βαριά από τη πίεση του κορσέ το στήθος της ανεβοκατέβαινε μέσα έξω. Τον κοιτούσε στα μάτια. αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα. Τι θα έκανε αυτός στη συνεχεία. Έχει συνηθίσει πως όταν την έπιαναν επαυτοφώρο παρέμενε βδομάδες στο κρεβάτι με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τον ξυλοδαρμό.
Αλλά αυτός δεν κουνιόταν, δεν την πλησίαζε μονάχα την κοιτούσε με τα χαρακτηριστικά του σφιγμένα. Κάτι παράξενο είχε η όψη του.
<<Πολύ όμορφο πρόσωπο>>, ψιθύρισε τόσο σιγανά που δεν την άκουσε.
Γύρισε απότομα για να φύγει καθώς η πόρτα βρισκόταν το πολύ τρία βήματα πίσω της. Έπιασε το πόμολο με ορμή και τότε κάτι ξέσχισε τον αέρα βγάζοντας έναν διαπεραστικό, τσιριχτό ήχο. Το στιλέτο που πριν λίγο απειλούσε το λαιμό της βρέθηκε λίγα εκατοστά απόσταση από το μάγουλο της, σφηνωμένο στο αδύναμο ξύλο. Το κοίταξε με τά μάτια ορθάνοιχτο, την πλούσια λαβή του και τα παράξενα σύμβολα που βρίσκονταν χαραγμένα στο σκληρό μέταλλο του, στην θανάσιμη λεπίδα του. Άνοιξε την πόρτα τρέμοντας. Γύρισε να τον κοιτάξει. Περίμενε να πέσει νεκρή μόλις θα το έκανε. Περίμενε το δεύτερο στιλέτο που θα είχε κρύψει κάπου να τη διαπεράσει. Αλλά αυτός δεν κουνήθηκε με το πρόσωπο χαλαρό την άφησε να φύγει.
Έμεινε μόνος του με την πόρτα να τρίζει καθώς ανοιγόκλεινε αργά – αργά. Την έκλεισε βγάζοντας ταυτόχρονα το στιλέτο. Έμεινε μια λεπτή γραμμή ως άνοιγμα, μπορούσε να διακρίνει το διάδρομο καθαρά.
Πλησίασε το καθρέφτη που είχε πολλαπλά ραγίσματα. Ακριβώς κάτω από το καθρέφτη υπήρχε ένας ψηλός πάγκος όπου βρισκόταν ένα βάθη και μεγάλο δοχείο με γκριζωπό νερό. Έσκυψε από πάνω του και έπλυνε το πρόσωπο του. Πέρασε τα βρεγμένα μακριά δάχτυλα του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του αφήνοντας μικρές σταγόνες εγκλωβισμένες ανάμεσα τους. Έτριψε με περισσότερο νερό στα χέρια τον αυχένα του και ένιωσε τότε ένα τσούξιμο. Κοίταξε στον καθρέφτη σκύβοντας τον έναν ώμο για να δει καλύτερα. Παρά τον φτωχό φωτισμό από το μικρό παράθυρο και το χλωμό καθρέφτη διέκρινε κόκκινα λεπτά σημάδια σε όλο το μάκρος της πλάτης του. Χαμογέλασε στο εαυτό του καθώς θυμήθηκε την αίσθηση των νυχιών της να μπήγονται στη πλάτη του τη προηγούμενη νύχτα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο περιμένοντας να αντικρίσει κάποιο ίχνος της ημέρας αλλά τα σύννεφα κλείδωσαν την πόλη σε ένα κατασκότεινο και μουχλιασμένο κλουβί. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι μοναχά οι μεγάλοι αρουραιοι έτρεχαν από το ένα σπίτι στο άλλο ελπιζοντας να βρουν κανένα καλυτερο ψιχουλο ή καλύτερα το πτωμα του ιδιοκτητη.
Αποφασησε να φύγει. Να αρχησει τον ίδιο ασκοπο δρόμο που τον έφερνε σε παρομοια κλουβια με τα πάντα να σαπιζουν ως τα βάθη της γης. Είχε να φάει μια βδομαδα το μονό που ένιωθε ήταν μια ζαλάδα ο πόνος της πεινας τον κυριευε μοναχα για λίγα λεπτά και μετά περνούσε σαν κάθε πληγή που υπενθιμιζει πως είναι εκεί αλλά όταν δεν βλέπει ανταποκρισει σιωπα.
Έβαλε τα ρούχα του, το πουγκί με τα λεφτά το έκρυψε καλά μέσα στη μπλουζα του και κουκουλωθηκε με τον ζεστό μανδύα του. Κατεβηκε στο ίδιο μπαρ όπου ο ιδιος άντρας ετριβε τα σκονισμενα ποτηρια με ενα αθλιο κομμάτι υφασματος που τα έκανε ακόμα πιο βρωμικα.
<<Έχεις τίποτα φαγοσημο?>>, ρώτησε προστακτηκα.
<<Αμε, θες την πρωτη κόρη μου ή την δευτερη και οι δυο κοκκαλα είναι αλλά αν τις βρασω μια χαρα>>, είπε γελώντας με τα μαύρα δόντια του να βγαζουν μυρωδιά σαπιλας. Φυσικά μπορεί να το έλεγε για αστειο αλλά ο Νταντε δεν ήταν και τόσο σιγουρος.
<<Καμιά μπριζολα? Θα πληρωσω καλά…>>
<<Έχω μονό ψωμί ξενε και αυτό στο δινω για δέκα σιδερα>>
Χωρίς καμιά ορεξη για καυγα εγνεψε καταφατικα κάτι που έκανε τον γέρο να ξαφνιαστει και μετά αγριεψε ακόμα περισσοτερα.
Το ψωμί ήταν ? μουχλιασμενο αλλά τι να έκανε με καμποσα ποτηρακια αλκοολ θα το ένιωθε σαν φρέσκο μπουτι κοτοπουλου. Τελειωνωντας πληρωσε και με το παραπάνω. Βγήκε έξω κουβαλοντας τον μπογο του από μαύρο σκληρο δέρμα στη πλατι του. Ένα διαπεραστικο τσιριχτο ακούστηκε να διαπερνά το κεφάλι του. Κοίταξε κάτω και είδε το κατακοκκινο αίμα ενός αρουραιου που πατησε μισοκοβοντας τον στη μέση με τις βαριές μπότες του. Έκανε μια γκριματσα αηδιας και κλοτσισε το ψοφημη μακριά.
Ο σκοτεινος δρομος τον οδηγησε προς την αντιθετη πλευρά της πύλης που είχε περάσει για να έρθει σε αυτή τη πόλη. Η πύλη στην αντιθετη πλευρά ήταν πιο μικρή και χωρίς φυλακα. Βρισκόταν καμποσα βήματα μακριά της όταν ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στη πλάτη του απο ένα μαστιγιο.
Κανονικα θα το είχε προβλεψει, θα το είχε αποφύγει, θα άκουγε τον σφιριχτο ηχω που είχε βγάλει πριν προσγειωσει την σιδερένια άκρη του στον δεξί ωμο του αλλά ο αέρας βουιζε διαπεραστικος και το κουκουλομενο πρόσωπο του δεν τον άφηνε να δει γύρω του. Έπεσε στο έδαφος με το αριστερό του χέρι να συγκρατει το σώμα του από την πτωση.
Ένα πόδι τον χυπησε στη πλάτη πιεζοντας τον στο σκληρό έδαφος. Ο άντρας τον αναποδογηρησε. Ένιωσε την κουκούλα να τραβιεται από το πρόσωπο του.
<<Αυτός είναι?>>, ρώτησε αγριοπα.
Ο Νταντε δεν έβλεπε μπροστά του τα μάτια του είχαν δακρυσει το μονό που μπορούσε να διακρινει ήταν η σκοτεινη μορφή του άντρα και στην άλλη άκρη κάτι κόκκινο τραβουσε την προσοχή του.
Καμποσα χέρια τον αρπαξαν και τον κρατησαν ορθιο. Ένιωσε τις δυνατες γροθιες να τον διαπερνανε. Άκουσε τον απαισιο ήχο από τα πλευρά του που εσπασαν και ο πόνος τον τραβουσε στα βάθη του σκοτους. Άρχισε να βηχει και ένιωσε το αίμα να ανεβαινει στο λαιμό υστερα στο στόμα του ωσπου άρχισε να σταζει από τα σχισμενα από κάποιο χτύπημα χείλη του.
<<Μην χτυπας το πρόσωπο>>, φώναξε μια γυναικει φωνή.
Εκείνη τη στιγμή το μεγάλο χέρι, του τράβηξε με δύναμη το πουγκί με τα λεφτά. Αλλά δεν σταμάτησε εκει, ψαχουλεψε τον μανδύα του τα ρούχα του, τη ζωνη του, και μετά είδε την χρυση λαβή να λαμπιριζει. Την έβγαλε από τη δεξιά μπότα.
Όσο και αν προσπαθούσε ο Νταντε να συνελθει ήταν αδυνατο ένιωσε τότε την λεπίδα του ιδιου του στιλετου να μπηγεται στη κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβασταχτος και σχεδον αμέσως τον οδηγησε στο να λυποθυμησει άκουσε μια μονό προταση πριν χάσει τις αισθήσεις του.
<<Όχι, το πρόσωπο>>
Ξύπνησε με ένα αποτογμα τιναγμα. Κοίταξε γύρω του με μυαλό μπερδεμενο και με μάτια θολα.
<<Που στο διαολο…
Το δωμάτιο ήταν μικρό με ένα στενό κρεβάτι πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμενος με μια στιβα από ζεστα παπλωματα να τον τυλιγουν. Σε μια άκρη εκαιγε το μικρό τζάκι και μερικά αναμενα αρωματικα κερια βρισκόταν γύρω του πάνω σε μικρά ράφια. Στο πάτωμα ήταν ένα κοντό τραπεζάκι με ένα μαξιλαρι για καθισμα και σε μια γωνία υπήρχε ένα ζεστό παπλωμα στο πάτωμα στο μακρος ενός ανθρωπου. Το παράθυρο ήταν κλειστο τα παντζούρια κατεβασμενα.
Κοίταξε τις παλάμες που ήταν γεματες από μικρες γρατζουνιες που είχαν σχεδον επουλωθει αφηνοντας πίσω τους άσπρα σιμαδια. Πονούσε παντου και παντου είχε μελανιες. Ακούμπησε τον επιδεσμο που αριζε από τη κοιλιά του πάνω απο το στιθος του. Σε πολλά σημια είχε κόκκινες κυλιδες. Ακουμπωντας τα πλευρά του ένιωσε ένα διαπεραστικο σουβλισμα.
<<Τρία από δω>>, είπε για τη δεξιά πλευρά, <<Δυο από…Αχ τρία>>, είπε για την αριστερή. Ακούμπησε όσο πιο απαλά μπορούσε τον χτυπημενο ώμο του. <<Σπασμενος… βογκηξε παιρνωντας απότομα το χέρι του μακριά. Προσπάθησε να αξιολογησει την γενικη κατασταση της υγειας του και μονό μια λέξη θα την χαρακτιριζε <Σκατα>
Η εξοπορτα του βρισκόταν ακριβώς πίσω του άνοιξε και έκλεισε απότομα αφήνοντας ένα υπουλο κυμα κρυου αέρα να δυεισδυσει και να ταραξει τη φωτιά στο τζάκι.
<<Είσαι τρελος? Δεν πρέπει να σηκωνεσε!>>, φώναξε μια γυναικεια φωνή.
Μπροστά του εμφανίστηκε η κοκκινομαλλα. Και προσπαθησε να τον βάλει να ξαπλωσει. Αλλά αυτός μόλις την είδε ένιωσε τον θυμό να τον κυριευει. Την εσμπροξε μακριά του, δηλαδή προσπαθησε γιατί το σώμα του ξεφώνησε παραπονιαρικα και κάθε οργανο τον διεταζε να ξαπλωσει. Έπεσε αδηναμα στο κρύο πιο μαξιλαρι ανατριχιαζοντας και ανέβασε το παπλωμα ως το πυγουνι του.
<<Είσαι βλακας>>, είπε αυτή πλησιαζοντας το τζάκι. Πέταξε μέσα μερικά κουτσουρα και στερεωσε από πάνω της ένα σιδερένιο καζανι.
<<Είσαι τυχερός που ξύπνησες σήμερα. Βρήκα στην αγορά κοτοπουλο και μερικά λαχανικα. Παγωμένα βεβαια ποιος ξέρεις πόσο χρονον είναι αλλά καλύτερα από το τίποτα. Είσαι νυστικος για τρεις εβδομάδες το ξέρεις?>>
<<Τέσσερεις… ψιθύρισε
<<Ακόμα χειροτερα. Το μονό που έκανες ήταν να ξερνας αίμα. Φυσικά με τόσα χτυπηματα και με εκείνη την θανασημη πληγή η εσωτερικη αιμοραγια θα γλεντουσε. Αναρωτιέμαι πως επεζησες. Είσαι σκληρό καρυδι>>, φλυαρουσε αργά καθώς κουνούσε κυκλικα την κουταλα μέσα στο καζανι που αχνιζε και εβγαζε μια γλυκιά μυρωδιά φαγητου που του υπενθυμισε την δυνατη πείνα.
<<Δεν θα είχα τετοια χτυπηματα αν δεν ησουν εσύ>>, ξεφώνησε νευριασμενος αλλά αμέσως το μετνιωσε γιατί άρχισε να βηχει και συσπαστικε ολοκληρος από τον πόνο που του προκαλουσε η παραμικρη κίνηση.
<<Αν δεν ημουνα εγώ θα ησουν νεκρος προ πολλου και θα σε ετρογαν τώρα οι αρουραιοι στου πέντε δρόμους>>
<<Θες να βγεις και από πάνω! Εσύ με κατεδωσες>>
<<Είσαι πολύ βλακας. Πρωτον κάθε νεοφερμενος έχει επισκεψεις κλεφτων. Εσύ φταις αν με αφηνες τότε να φύγω θα νομιζαν πως έχεις μείνει χωρίς μια>>
<<Α! πρέπει να σου πω συγγνώμη που δεν σε αφησα να με κλεψεις>>
<<Ναι! Και δεν σε προδωσα εγώ αγοράκι μου. Ο γκαζι ήταν τον ακουσα που έτρεξε στον αρχηγο για να του πει πως εδωσες μια περιουσια για ένα κομμάτι ψωμί>>
<<Ψεφτρα>>, είπε θυμωμενα.
<<Εγώ? Ψεφτρα? Μα να με καταραστουν οι θεοί και οι αγγελοι αν λέω ψεματα>>
<<Χεχ. Και πως εμαθαν για το στιλέτο?>>
<<Ε… αυτό δεν το ξερώ>>
<<Ψεφτρα>>
<<Ναι ειπα πως έχεις ένα στιλέτο αξιας μιας πριουσιας. Το εκανα για να σε προστατεψω>>
<<Α ευχαριστώ και πάλι>>
<<Αν δεν το ελεγα δεν θα με επερναν μαζί τους για να σε αναγνωρισουν>>
<<Και ο Γκαζι μάτια δεν έχει?>>
<<Ο Γκαζι αποκεφαλιστηκε την στιμγη που ακούστηκε το χρηματικο πόσο και έτσι του πηραν αμέσως τα δέκα σιδερα>>
Ο Νταντε δεν απάντησε.
<<Πειστικες τώρα?>>
<<Παραμενεις μια ψεφτρα>>, είπε πιο χαλαρα.
<<Αν δεν ημουν δεν θα μπορουσα ουτε τον εαυτό μου να σωσω>>, είπε βγάζοντας τον καζανι από τη φωτιά και το έβαλε πάνω σε ένα σκληρό ύφασμα πάνω στο τραπεζάκι. Η μυρωδιά γέμισε ακόμα πιο πολύ το δωμάτιο καθώς ο ατμός ταξιδεψε σε κάθε γωνία του μικρού δωματιου. Σηκώθηκε στρωνοντας λίγο το απλό φορεμα της. Έβγαλε από ένα ράφι δυο κουπες μέσα στις οποίος ήταν δυο μεγάλα ξυλινα κουταλια και τα ακούμπησε όλα δίπλα στο καζανι.
Ο Νταντε την παρατηρούσε καθώς τα έκανε όλα αυτά. Τότε κοίταξε το παπλωμα που βρισκόταν σε μια γωνία του δωματιου και μια οργισμενη θλίψη τον γεμησε, για την αδικια που περιβαλλει όλο το κοσμο.
<<Σε ακουσα να φωνάζεις. Να μην πειραξουν το πρόσωπο μου>>, είπε κοιτώντας την καθώς έβαζε μέσα στη κουπα του τη σουπα.
Ηρθε κοντά του και εσκυψε από πάνω του στρονωντας το μαξιλαρι του για να μπορεί να ανακαθησει. Έκατσε δίπλα του με τη κουπα στα γόνατα της. Τον κοίταξε τρυφερα με ένα ζεστό χαμόγελο.
<<Έχω δει λίγα όμορφα πράγματα στο κόσμο. Σχεδόν τιποτε από τότε που φυγαδεψα από το Σέπρικατ βλέπεις ήθελα να… Τέλος παντων όταν είδα το πρόσωπο σου είδα κάτι όμορφο και δεν ήθελα να χαθει. Όλα χανονται μπροστά στα μάτια μου τα πάντα καταρεουν. Ζω μέσα στην αθλιοτητα ενώ εσύ έχεις κάτι>>, μίλησε με το μητρικο ενστικτο λες και κοιτούσε ένα παιδι μπροστά της.
<<Ελπίζω να μην πιστεύεις πως θα με ταισεις?>>, της είπε χαμογελώντας προσπαθωντας να διωξει τη θλίψη.
<<Πολλά θέλεις οριστε φάε που θέλεις και να σε ταισω>>, του είπε γελώντας. Έκατσε μόνη της στο μαξιλαρι και εφαγαν σιωπιλα.
Οι μέρες περνουσαν και η κατασταση του Νταντε πήγαινε όλο ένα και προς το καλυτερο. Ένιωθε να ανακτα τις δυνάμεις του κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Η Νίμελε τον βοηθουσε με καλοσυνη κάτι που είχε χρονιά να συναντησει. Μετά από δυο εβδομάδες μπήκε το ίδιο απότομα όπως πάντα στο δωμάτιο με τον αέρα να φυσαει ακόμα και στα χέρια της κρατούσε μαύρο ύφασμα.
<<Μπορώ επιτέλους να φτιαξω τα ρούχα σου>>, είπε πετώντας στην άκρη του κρεβατιου τα μεγάλα κομμάτια υφασματος από διαφορετικο υλικο το καθενα. Έκατσε δίπλα του και άρχισε να ραβει τα σημεία που είχα σκιστει αλλά τα πετούσε εντελως γιατί είχαν κουρελιστει τελειως.
<<Γιατί δεν φευγεις από εδώ?>>, την ρώτησε παρατηρώντας το συγκεντρωμενο πρόσωπο της.
<<Είμαι πολύ μεγάλη για να αρχισω κάτι. Εξαλλου δεν είμαι καλή σε τίποτα. Όλα ήταν νεανικες ελπιδες και οφθαλμαπατες που δεν αντιπροσωπευαν την πραγματικότητα>>, απάντησε χαμογελώντας αλλά χωρίς να παιρνει τα μάτια της από τη δουλειά της.
<<Δεν είσαι μεγάλη και είμαι σιγουρος κάτι θα ξέρεις να κανείς>>
<<Ο, είμαι αρκετά μεγάλη απλά δεν φαίνεται τόσο. Έχω καλά γονιδια βλέπεις. Να κοιτα>>, είπε δείχνοντας του τα αυτιά της.
Το σχημα τους ήταν κονικο όπως του φάνηκε στην αρχή αλλά μετά παρατήρησε πως ήταν λίγο πιο μυτερα στην κορφή.
<<Παλλιοι απογονοι τα ξωτικά>>, είπε με ένα τόνο περιφανειας στη φωνή της και για μια στιγμή είδε τα μάτια της να ταξιδευουν προς εκεινους τους χαμενους καιρους που ακούγονται από τους γεροντοτρους.
<<Μην ανησυχείς για μένα έχεις τον δικό σου δρόμο. Εγώ τον δικό μου τον χαραξα αμυδρα στους παπύρους της ιστοριας, αμυδρα όπως όλοι οι απλοι άνθρωποι>>
Η σιωπη τύλιξε και πάλι το δωμάτιο. Τότε άρχισε να τραγουδα ένα παιδικο νανουρισμα. Τόσο γλυκό και όμορφο που αναστατωσε τον Νταντε. Παρελθόν. Ποτέ δεν με τράβηξε κοντά του. Οι αναμνήσεις με εξορισαν από τα δεσμα τους αλλά κάτι σαν να μου θυμιζει αυτό το τραγούδι αλλά οι πυλες των περασμενων χρόνων που εζησα παραμενουν σφραγισμενες. Περισπτρεφοντας αυτά στο μυαλό του συνεχισε να ακουει το τραγούδι νιωθωντας ένα σφιξημο στη καρδιά ένα παραπονο στη ψυχή του.
Λιγες μέρες πέρασαν από εκείνη την παράξενη μέρα και ο Νταντε ένιωθε δυνατος όπως πρώτα. Σηκώθηκε για πρωτη φόρα από το κρεβάτι και ένιωσε τα πόδια του μουδιασμενα και αδύναμα αλλά με το λιτο πρωινό μπόρεσε να πάρει και την τελευταία δοση ενεργεις που χρειαζόταν. Είχε ντυθει με τα σχεδον καινουρια ρούχα του. Τυλιχτηκε με τον μανδύα του χωρίς να κουκουλωσει το πρόσωπο του. Χωρίς κανένα οπλο και λεφτά ήταν ετοιμος να συνεχησει έναν δυσκολο δρόμο προς το μελλον για την αναζητηση του παρελθοντος.
<<Φευγεις ε? Έλα παρε αυτά>>, του έβαλε στη παλαμι δυο χρυσά νομισματα και του χαμογέλασε.
<<Δεν μπορώ να δεχτω τιποτε παραπάνω>>, είπε δινοντας πίσω τα χρηματα και την αγκάλιασε. <<Πρέπει να φύγεις από αυτή τη πόλη>>
<<Και να παω που? Τα ειπαμε αυτά…
<<Σπίτι, πήγαινε στην οικογένεια σου…
<<Δεν θέλω να αποχωριστουμε μαλλονοντας γι αυτό πήγαινε τώρα>>, είπε καθώς προσπαθησε να συγκρατησει την θλιμενη οργή της.
<<Χρειάζομαι το όνομα τους ή εστω για ποιον δουλευουν>
<<Δεν θα το αφησεις έτσι ε? Για τον Νέρμακ δουλευουν τον μεγάλο εμπορα. Τα δικα τους ονοματα δεν τα γνωρίζω εξαλλου και να τα ήξερα θα ήταν σιγουρα ψευδονιμα>>
Την κοίταξε με ευγνομοσυνη και με μια θλίψη συναμα που του ανταπέδωσε.
Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω τη ζεστασια και ένιωσε τον κρύο αέρα να τον χτυπαει με βαρβαρο τρόπο. Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο προς την μικρή πύλη. Είχε ακόμα τον μπογο κρεμασμενο από τον ωμο του και μέσα είχε βάλει λιγες προμυθιες που του προσεφερε η Νίμελε και κάποια παραπάνω ρούχα. Έφτασε στη πύλη κοιτώντας προσεχτηκα γύρω του. Ήξερε πως αυτοί οι βλακες είχαν φύγει από τη πόλη και το μονό μέρος που θα μπορουσν να πανε για να πουλησουν το στιλέτο ήταν η Βόρεια πόλη Λίρκεταρ.
<<Μόλις τώρα το ταξιδι μου απόκτησε κάποιο νοημα>>, είπε χαμογελονοντας και κρύβοντας στο πρόσωπο του με τον ίδιο τρόπο όπως όταν είχε έρθει σε αυτή την σκοτεινη, καταδικασμενη πόλη.


Ελπιζω να μην βαρεθηκατε και να σας αρεσε!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

nPb

Επιφανές μέλος

Ο nPb αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι Μεταπτυχιούχος και μας γράφει απο Πάτρα (Αχαΐα). Έχει γράψει 21,002 μηνύματα.
Θα ήθελα να μπορούσα να έγραφα καλά επιστημονικά βιβλία μαθηματικών και φυσικής, σαν αυτά που θα έπρεπε κανονικά να μας έδινε το Τμήμα μου και σαν αυτά που κυκλοφορούν σε ξένα Πανεπιστήμια (π.χ. Oxford Uni Press, Elsevier,...κτλ). Ίσως κάποια στιγμή να το προσπαθούσα, στην ζωή μου, υπό ανάλογες συνθήκες εργασίας (π.χ. αν γίνω ερευνητής ή ακαδημαϊκός). Μου αρέσει να προσφέρω στην ακαδημαϊκή γνώση νέων και αυριανών επιστημόνων, δηλ., ότι μας στερήθηκε σε μας, την φοιτητική νεολαία σήμερα (παρόλο που ζούμε στην εποχή του διαδικτύου και ψηφιακής τυπογραφίας). Η προχειρότητα του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Οι καθηγητές Πανεπιστημίου (στην πλειοψηφία τους) είναι άθλιοι συγγραφείς. Ούτε σύγχρονη σελιδοποίηση, ούτε μορφοποίηση κειμένου, εικόνων, σχημάτων,...κτλ. Τίποτα...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Nef!~

Νεοφερμένος

Η Νεφελη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθητής Γ' γυμνασίου και μας γράφει απο Ίλιον (Αττική). Έχει γράψει 8 μηνύματα.
Γεια σας ειμαι καινουρια εδω αλλα μου αρεσε πολυ το topic και ειπα να μπω. Προσωπικα παντα ειχα ιδεεσ στο μυαλο μου και εφτιαχνα ιστοριεσ τισ ελεγα και στην καλυτερη μου φιλη (καλα που δεν με περασε για τρελη!) αρχισα να γραφω στην 1 λυκειου οταν με παροτρυνε ο καθηγητης μου. Τεσπα αυτο ειναι κατι που αρχισα πριν 1 μηνα αλλα δεν εφτασα στο τελος...

1 κεφαλαιο :redface:

( Οι σκιές του παρελθόντος )

Καμιά ανάμνηση το παρελθόν άγνωστο μονό ένας θεός ξέρει ποτέ άρχισε η ζωή του, η ζωή που γνωρίζει. Μια ανάμνηση παραμένει άθικτη που τον στοιχειώνει στο παρόν. Η έρημος και το γκρίζο σταχτώδες τοπίο γύρο του. Ο κόσμος είναι όπως είναι, βουτηγμένος στο σκοτάδι. Όλες οι ιστορίες για το παρελθόν ακούγονται σαν παραμύθια στα αυτιά του. Οι γενναίοι ένδοξοι καιροί που ελάχιστοι θυμούνται δεν άφησαν κανένα στίγμα, κανένα σημάδι τους. Όλα μετατράπηκαν σε μια επικίνδυνη έρημος και μέσα στα μυαλά των πεινασμένων πλασμάτων, που έχουν χάσει την ταυτότητα τους, παραμένει το σκοτεινό και πρόστυχο. Οι αμαρτίες έχουν γίνει μια συνήθεια της καθημερινότητας με σκοπό να επιζήσουν.
Οι βαριές, μαύρες μπότες του χτυπούσαν ανελέητα τη σκληρή ρυτιδιασμένη γη που είχε να νιώσει το άγγιγμα της βροχής για χρονιά. Η σκασμένη επιφάνεια της έκρυβε θανάσιμους εχθρούς που ήταν αίτια θανάτου των ταξιδιωτών και περιπλανώμενων όπως ήταν ο ιδιος. Ο αέρας είχε σηκωθεί ορμητικός ταλαιπωρώντας τον κουκουλωμένο άντρα ο οποίος παρόλα αυτά περπατούσε σταθερά.
Μπροστά του με την προστασία της παλάμης του έβλεπε τις κορφές των σπιτιών που θύμιζαν τους πυργίσκους των κάστρων που διαπερνούσαν σαν λεπίδες τον σκοτεινό ουρανό, προαναγγέλλοντας την βροχή. Μια πικρή οφθαλμαπάτη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες γιατί η βροχή έχει εξοριστεί από τούτη τη γη.
Επιτέλους μετά από εβδομάδες κατάφερε να φτάσει σε αυτό το σάπιο καταφύγιο γνωστό ως Ρόκμπουργκ. Παρέδωσε τα διόδια σε έναν γιγάντιο φύλακα που καθόταν στην μαύρη πύλη και συνέχισε το δρόμο του στον βρώμικο λιθόστρωτο δρόμο που σε προκαλούσε να σκοντάψεις. Οι άνθρωποι γύρο τον κοίταξαν καχύποπτα. ʽΆνθρωποιʼ όλοι υιοθέτησαν αυτόν τον κάποτε κατώτερο τίτλο. Οι διάφορες είχαν λήξει μονό οι πεισματάρηδες που υσχιρίζονταν την αγνότητα της κληρονομιάς τους έλεγαν <<Εγώ είμαι Ξωτικό>> ή <<Εγώ είμαι τρανός Όρκ>>. Αλλά ποιος τους πιστεύει. Όλοι έγιναν ίδιοι μονό μερικά χαρακτηρίστηκα θα πρόδιδαν κάποιο ίχνος των αρχαίων φυλών.
Πέρασε σε ένα στενό όπου έφτανε σε αδιέξοδο. Στα δεξιά η βρώμικη ταμπέλα <<Κάθαρμα>>, έτριζε προσκαλώντας τα αποβράσματα της πόλης να μεθύσουν, να καυγαδίσουν και μερικοί να αλληλοσκοτωθούν. Στην γωνία μια πόρνη με κατακόκκινα μαλλιά, με χοντρές μπούκλες τον κοίταξε προκλητικά με ένα γλυκό χαμόγελο στα κόκκινα βαμμένα χείλη της. Με μια απαλή κίνηση ανέβασε το φουντωτό μακρύ φόρεμα της αποκαλύπτοντας την λευκή επιδερμίδα του καλλιγράμμου ποδιού της. Βλέποντας τον άντρα να περνάει τη πόρτα ρουθούνισε και με ένα ψυχρό βλέμμα τον ακολούθησε.
Το δωμάτιο είχε ελάχιστο φωτισμό. Στο μπαρ κάθονταν κανα πέντε ʽάνθρωποιʼ ταξιδιωτες απʼ ότι έδειχνε η ενδυμασία τους.
<<Γκάζι αγάπη μου, βάλε μου το αγαπημένο μου ποτό>>, είπε η κοκκινομάλλα και έκατσε στο μπαρ κοντά στον κουκουλωμένο άντρα. <<Θα σε κεράσω ένα ποτάκι αν μου δείξεις το πρόσωπο σου>>, είπε στον νεοφερμένο κλείνοντας του το μάτι.
Ο άντρας κατέβασε το κομμάτι υφάσματος που έκλεινε το πρόσωπο του και κατέβασε την κουκούλα. Αποκάλυψε τα κοντοκουρεμένα κατάξανθα μαλλιά του. Το πρόσωπο του ήταν ωραίο και νεανικό όχι πάνω από 25 χρονών. Την κοίταξε με τα γαλάζια σαν την θάλασσα μάτια του.
<<Καλέ εσύ είσαι κούκλος. Κρίμα να κρύβεις τέτοιο αγγελικό πρόσωπο. Ορκίζομαι στις νύμφες της νύχτας ένας άγγελος με σάρκα και οστα>>, είπε απολαμβάνοντας το κάθε χιλιοστό του προσώπου του.
<<Αναρωτιέμαι>>, είπε με μια βαθειά γοητευτική χροιά. <<Αυτό το κόκκινο της φωτιάς είναι έμφυτο χάρισμα?>>, την πλησίασε χαμογελώντας.
<<Χεχ, έχω και κάτι για το οποίο να είμαι περιφανή>>, απάντησε κοκκινίζοντας. <<Γκάζι τι στέκεσαι εκεί σαν χάνος? Βάλε στον όμορφο ένα ποτό της φωτιάς>>
Τα ποτά δεν σταμάτησαν και το γέλιο της κοκκινομάλλας δυνάμωνε όλο ένα.
<<Αλήθεια άγγελε πως σε λένε?>>, ρώτησε με έναν απαλό λόξυγκα.
<<Ντάντε, εσένα νύμφη?>>
<<Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις>>, απάντησε ανεβάζοντας το φόρεμα της αποκαλύπτοντας το γόνατο της.
Το χάιδεψε χαμογελώντας. <<Θέλω να φωνάξω εσένα όχι κάτι ψεύτικο>>
<<Νίμελε, αλλά μην το πεις σε κανέναν>>, του ψιθύρισε στο αυτί ανατριχιάζοντας καθώς το χέρι του ανέβηκε πάνω από το γόνατο. <<Θα περάσεις τη νύχτα σου εδώ?>>
<<Ναι>>, της ψιθύρισε.
Ανέβηκαν τις στενές ξύλινες σκάλες αυτή τον ακολουθούσε χαϊδεύοντας την πλάτη του. Το κλειδί άνοιξε την πόρτα που λίγο ήθελε για να σπάσει. Μπήκανε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο που φωτιζόταν ελάχιστα μόλις η πόρτα έκλεισε γύρισε για να την κοιτάξει. Τον πλησίασε πιάνοντας το πρόσωπο του φιλώντας τον. Έβγαλε τον σφιχτό κορσέ και μαζί έπεσε χωρίς μεγάλη προσπάθεια η φουντωτή φούστα.
Η κοκκινομάλλα σηκώθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε κοίταξε ανήσυχα τον Ντάντε που ήταν ξαπλωμένος με τη πλάτη γυρισμένη. Ξεφύσησε μόλις είδε ότι δεν κουνιόταν. Έβαλε τα ρούχα της κοιτώντας τον κάθε φόρα. Γύρισε προς τα ρούχα του που ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Στη ζώνη του είδε το σάκο που έκανε τον ήχο από νομίσματα να συγκρούονται. Με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο έκρυψε το πουγκί σε ένα σφιχτό πλατύ λάστιχο που είχε δεμένο ψηλά στο μπούτι της. Σηκώθηκε στρώνοντας την φουντωτή φούστα της που θρόισε και κοίταξε και πάλι τον νέο.
<<Συγνώμη όμορφε αλλά έτσι είναι η ζωή>>
Γύρισε για να φύγει όταν ένας κρύος αέρας την χτύπησε από πίσω και μια λεπίδα ήταν έτοιμη να διαπεράσει το λαιμό της. Ο Ντάντε στεκοταν πίσω της κρατώντας το στιλέτο.
<<Αυτό το χρειάζομαι γλυκά>>, είπε στο αυτί της και ανέβασε με το ελεύθερο χέρι του τη φούστα, πέρασε το χέρι του στο πόδι της φτάνοντας στο πουγκί. Το τράβηξε με δύναμη και την άφησε να απομακρυνθεί.
Το πρόσωπο της χλόμιασε και ο κρύος ιδρώτας φόβου διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Τα μαλλιά της έπεφταν ανάστατα κρύβοντας ελαφρά το μισό πρόσωπο της. Καθώς ανάσαινε βαριά από τη πίεση του κορσέ το στήθος της ανεβοκατέβαινε μέσα έξω. Τον κοιτούσε στα μάτια. αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα. Τι θα έκανε αυτός στη συνεχεία. Έχει συνηθίσει πως όταν την έπιαναν επαυτοφώρο παρέμενε βδομάδες στο κρεβάτι με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τον ξυλοδαρμό.
Αλλά αυτός δεν κουνιόταν, δεν την πλησίαζε μονάχα την κοιτούσε με τα χαρακτηριστικά του σφιγμένα. Κάτι παράξενο είχε η όψη του.
<<Πολύ όμορφο πρόσωπο>>, ψιθύρισε τόσο σιγανά που δεν την άκουσε.
Γύρισε απότομα για να φύγει καθώς η πόρτα βρισκόταν το πολύ τρία βήματα πίσω της. Έπιασε το πόμολο με ορμή και τότε κάτι ξέσχισε τον αέρα βγάζοντας έναν διαπεραστικό, τσιριχτό ήχο. Το στιλέτο που πριν λίγο απειλούσε το λαιμό της βρέθηκε λίγα εκατοστά απόσταση από το μάγουλο της, σφηνωμένο στο αδύναμο ξύλο. Το κοίταξε με τά μάτια ορθάνοιχτο, την πλούσια λαβή του και τα παράξενα σύμβολα που βρίσκονταν χαραγμένα στο σκληρό μέταλλο του, στην θανάσιμη λεπίδα του. Άνοιξε την πόρτα τρέμοντας. Γύρισε να τον κοιτάξει. Περίμενε να πέσει νεκρή μόλις θα το έκανε. Περίμενε το δεύτερο στιλέτο που θα είχε κρύψει κάπου να τη διαπεράσει. Αλλά αυτός δεν κουνήθηκε με το πρόσωπο χαλαρό την άφησε να φύγει.
Έμεινε μόνος του με την πόρτα να τρίζει καθώς ανοιγόκλεινε αργά – αργά. Την έκλεισε βγάζοντας ταυτόχρονα το στιλέτο. Έμεινε μια λεπτή γραμμή ως άνοιγμα, μπορούσε να διακρίνει το διάδρομο καθαρά.
Πλησίασε το καθρέφτη που είχε πολλαπλά ραγίσματα. Ακριβώς κάτω από το καθρέφτη υπήρχε ένας ψηλός πάγκος όπου βρισκόταν ένα βάθη και μεγάλο δοχείο με γκριζωπό νερό. Έσκυψε από πάνω του και έπλυνε το πρόσωπο του. Πέρασε τα βρεγμένα μακριά δάχτυλα του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του αφήνοντας μικρές σταγόνες εγκλωβισμένες ανάμεσα τους. Έτριψε με περισσότερο νερό στα χέρια τον αυχένα του και ένιωσε τότε ένα τσούξιμο. Κοίταξε στον καθρέφτη σκύβοντας τον έναν ώμο για να δει καλύτερα. Παρά τον φτωχό φωτισμό από το μικρό παράθυρο και το χλωμό καθρέφτη διέκρινε κόκκινα λεπτά σημάδια σε όλο το μάκρος της πλάτης του. Χαμογέλασε στο εαυτό του καθώς θυμήθηκε την αίσθηση των νυχιών της να μπήγονται στη πλάτη του τη προηγούμενη νύχτα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο περιμένοντας να αντικρίσει κάποιο ίχνος της ημέρας αλλά τα σύννεφα κλείδωσαν την πόλη σε ένα κατασκότεινο και μουχλιασμένο κλουβί. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι μοναχά οι μεγάλοι αρουραιοι έτρεχαν από το ένα σπίτι στο άλλο ελπιζοντας να βρουν κανένα καλυτερο ψιχουλο ή καλύτερα το πτωμα του ιδιοκτητη.
Αποφασησε να φύγει. Να αρχησει τον ίδιο ασκοπο δρόμο που τον έφερνε σε παρομοια κλουβια με τα πάντα να σαπιζουν ως τα βάθη της γης. Είχε να φάει μια βδομαδα το μονό που ένιωθε ήταν μια ζαλάδα ο πόνος της πεινας τον κυριευε μοναχα για λίγα λεπτά και μετά περνούσε σαν κάθε πληγή που υπενθιμιζει πως είναι εκεί αλλά όταν δεν βλέπει ανταποκρισει σιωπα.
Έβαλε τα ρούχα του, το πουγκί με τα λεφτά το έκρυψε καλά μέσα στη μπλουζα του και κουκουλωθηκε με τον ζεστό μανδύα του. Κατεβηκε στο ίδιο μπαρ όπου ο ιδιος άντρας ετριβε τα σκονισμενα ποτηρια με ενα αθλιο κομμάτι υφασματος που τα έκανε ακόμα πιο βρωμικα.
<<Έχεις τίποτα φαγοσημο?>>, ρώτησε προστακτηκα.
<<Αμε, θες την πρωτη κόρη μου ή την δευτερη και οι δυο κοκκαλα είναι αλλά αν τις βρασω μια χαρα>>, είπε γελώντας με τα μαύρα δόντια του να βγαζουν μυρωδιά σαπιλας. Φυσικά μπορεί να το έλεγε για αστειο αλλά ο Νταντε δεν ήταν και τόσο σιγουρος.
<<Καμιά μπριζολα? Θα πληρωσω καλά…>>
<<Έχω μονό ψωμί ξενε και αυτό στο δινω για δέκα σιδερα>>
Χωρίς καμιά ορεξη για καυγα εγνεψε καταφατικα κάτι που έκανε τον γέρο να ξαφνιαστει και μετά αγριεψε ακόμα περισσοτερα.
Το ψωμί ήταν ? μουχλιασμενο αλλά τι να έκανε με καμποσα ποτηρακια αλκοολ θα το ένιωθε σαν φρέσκο μπουτι κοτοπουλου. Τελειωνωντας πληρωσε και με το παραπάνω. Βγήκε έξω κουβαλοντας τον μπογο του από μαύρο σκληρο δέρμα στη πλατι του. Ένα διαπεραστικο τσιριχτο ακούστηκε να διαπερνά το κεφάλι του. Κοίταξε κάτω και είδε το κατακοκκινο αίμα ενός αρουραιου που πατησε μισοκοβοντας τον στη μέση με τις βαριές μπότες του. Έκανε μια γκριματσα αηδιας και κλοτσισε το ψοφημη μακριά.
Ο σκοτεινος δρομος τον οδηγησε προς την αντιθετη πλευρά της πύλης που είχε περάσει για να έρθει σε αυτή τη πόλη. Η πύλη στην αντιθετη πλευρά ήταν πιο μικρή και χωρίς φυλακα. Βρισκόταν καμποσα βήματα μακριά της όταν ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στη πλάτη του απο ένα μαστιγιο.
Κανονικα θα το είχε προβλεψει, θα το είχε αποφύγει, θα άκουγε τον σφιριχτο ηχω που είχε βγάλει πριν προσγειωσει την σιδερένια άκρη του στον δεξί ωμο του αλλά ο αέρας βουιζε διαπεραστικος και το κουκουλομενο πρόσωπο του δεν τον άφηνε να δει γύρω του. Έπεσε στο έδαφος με το αριστερό του χέρι να συγκρατει το σώμα του από την πτωση.
Ένα πόδι τον χυπησε στη πλάτη πιεζοντας τον στο σκληρό έδαφος. Ο άντρας τον αναποδογηρησε. Ένιωσε την κουκούλα να τραβιεται από το πρόσωπο του.
<<Αυτός είναι?>>, ρώτησε αγριοπα.
Ο Νταντε δεν έβλεπε μπροστά του τα μάτια του είχαν δακρυσει το μονό που μπορούσε να διακρινει ήταν η σκοτεινη μορφή του άντρα και στην άλλη άκρη κάτι κόκκινο τραβουσε την προσοχή του.
Καμποσα χέρια τον αρπαξαν και τον κρατησαν ορθιο. Ένιωσε τις δυνατες γροθιες να τον διαπερνανε. Άκουσε τον απαισιο ήχο από τα πλευρά του που εσπασαν και ο πόνος τον τραβουσε στα βάθη του σκοτους. Άρχισε να βηχει και ένιωσε το αίμα να ανεβαινει στο λαιμό υστερα στο στόμα του ωσπου άρχισε να σταζει από τα σχισμενα από κάποιο χτύπημα χείλη του.
<<Μην χτυπας το πρόσωπο>>, φώναξε μια γυναικει φωνή.
Εκείνη τη στιγμή το μεγάλο χέρι, του τράβηξε με δύναμη το πουγκί με τα λεφτά. Αλλά δεν σταμάτησε εκει, ψαχουλεψε τον μανδύα του τα ρούχα του, τη ζωνη του, και μετά είδε την χρυση λαβή να λαμπιριζει. Την έβγαλε από τη δεξιά μπότα.
Όσο και αν προσπαθούσε ο Νταντε να συνελθει ήταν αδυνατο ένιωσε τότε την λεπίδα του ιδιου του στιλετου να μπηγεται στη κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβασταχτος και σχεδον αμέσως τον οδηγησε στο να λυποθυμησει άκουσε μια μονό προταση πριν χάσει τις αισθήσεις του.
<<Όχι, το πρόσωπο>>
Ξύπνησε με ένα αποτογμα τιναγμα. Κοίταξε γύρω του με μυαλό μπερδεμενο και με μάτια θολα.
<<Που στο διαολο…
Το δωμάτιο ήταν μικρό με ένα στενό κρεβάτι πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμενος με μια στιβα από ζεστα παπλωματα να τον τυλιγουν. Σε μια άκρη εκαιγε το μικρό τζάκι και μερικά αναμενα αρωματικα κερια βρισκόταν γύρω του πάνω σε μικρά ράφια. Στο πάτωμα ήταν ένα κοντό τραπεζάκι με ένα μαξιλαρι για καθισμα και σε μια γωνία υπήρχε ένα ζεστό παπλωμα στο πάτωμα στο μακρος ενός ανθρωπου. Το παράθυρο ήταν κλειστο τα παντζούρια κατεβασμενα.
Κοίταξε τις παλάμες που ήταν γεματες από μικρες γρατζουνιες που είχαν σχεδον επουλωθει αφηνοντας πίσω τους άσπρα σιμαδια. Πονούσε παντου και παντου είχε μελανιες. Ακούμπησε τον επιδεσμο που αριζε από τη κοιλιά του πάνω απο το στιθος του. Σε πολλά σημια είχε κόκκινες κυλιδες. Ακουμπωντας τα πλευρά του ένιωσε ένα διαπεραστικο σουβλισμα.
<<Τρία από δω>>, είπε για τη δεξιά πλευρά, <<Δυο από…Αχ τρία>>, είπε για την αριστερή. Ακούμπησε όσο πιο απαλά μπορούσε τον χτυπημενο ώμο του. <<Σπασμενος… βογκηξε παιρνωντας απότομα το χέρι του μακριά. Προσπάθησε να αξιολογησει την γενικη κατασταση της υγειας του και μονό μια λέξη θα την χαρακτιριζε <Σκατα>
Η εξοπορτα του βρισκόταν ακριβώς πίσω του άνοιξε και έκλεισε απότομα αφήνοντας ένα υπουλο κυμα κρυου αέρα να δυεισδυσει και να ταραξει τη φωτιά στο τζάκι.
<<Είσαι τρελος? Δεν πρέπει να σηκωνεσε!>>, φώναξε μια γυναικεια φωνή.
Μπροστά του εμφανίστηκε η κοκκινομαλλα. Και προσπαθησε να τον βάλει να ξαπλωσει. Αλλά αυτός μόλις την είδε ένιωσε τον θυμό να τον κυριευει. Την εσμπροξε μακριά του, δηλαδή προσπαθησε γιατί το σώμα του ξεφώνησε παραπονιαρικα και κάθε οργανο τον διεταζε να ξαπλωσει. Έπεσε αδηναμα στο κρύο πιο μαξιλαρι ανατριχιαζοντας και ανέβασε το παπλωμα ως το πυγουνι του.
<<Είσαι βλακας>>, είπε αυτή πλησιαζοντας το τζάκι. Πέταξε μέσα μερικά κουτσουρα και στερεωσε από πάνω της ένα σιδερένιο καζανι.
<<Είσαι τυχερός που ξύπνησες σήμερα. Βρήκα στην αγορά κοτοπουλο και μερικά λαχανικα. Παγωμένα βεβαια ποιος ξέρεις πόσο χρονον είναι αλλά καλύτερα από το τίποτα. Είσαι νυστικος για τρεις εβδομάδες το ξέρεις?>>
<<Τέσσερεις… ψιθύρισε
<<Ακόμα χειροτερα. Το μονό που έκανες ήταν να ξερνας αίμα. Φυσικά με τόσα χτυπηματα και με εκείνη την θανασημη πληγή η εσωτερικη αιμοραγια θα γλεντουσε. Αναρωτιέμαι πως επεζησες. Είσαι σκληρό καρυδι>>, φλυαρουσε αργά καθώς κουνούσε κυκλικα την κουταλα μέσα στο καζανι που αχνιζε και εβγαζε μια γλυκιά μυρωδιά φαγητου που του υπενθυμισε την δυνατη πείνα.
<<Δεν θα είχα τετοια χτυπηματα αν δεν ησουν εσύ>>, ξεφώνησε νευριασμενος αλλά αμέσως το μετνιωσε γιατί άρχισε να βηχει και συσπαστικε ολοκληρος από τον πόνο που του προκαλουσε η παραμικρη κίνηση.
<<Αν δεν ημουνα εγώ θα ησουν νεκρος προ πολλου και θα σε ετρογαν τώρα οι αρουραιοι στου πέντε δρόμους>>
<<Θες να βγεις και από πάνω! Εσύ με κατεδωσες>>
<<Είσαι πολύ βλακας. Πρωτον κάθε νεοφερμενος έχει επισκεψεις κλεφτων. Εσύ φταις αν με αφηνες τότε να φύγω θα νομιζαν πως έχεις μείνει χωρίς μια>>
<<Α! πρέπει να σου πω συγγνώμη που δεν σε αφησα να με κλεψεις>>
<<Ναι! Και δεν σε προδωσα εγώ αγοράκι μου. Ο γκαζι ήταν τον ακουσα που έτρεξε στον αρχηγο για να του πει πως εδωσες μια περιουσια για ένα κομμάτι ψωμί>>
<<Ψεφτρα>>, είπε θυμωμενα.
<<Εγώ? Ψεφτρα? Μα να με καταραστουν οι θεοί και οι αγγελοι αν λέω ψεματα>>
<<Χεχ. Και πως εμαθαν για το στιλέτο?>>
<<Ε… αυτό δεν το ξερώ>>
<<Ψεφτρα>>
<<Ναι ειπα πως έχεις ένα στιλέτο αξιας μιας πριουσιας. Το εκανα για να σε προστατεψω>>
<<Α ευχαριστώ και πάλι>>
<<Αν δεν το ελεγα δεν θα με επερναν μαζί τους για να σε αναγνωρισουν>>
<<Και ο Γκαζι μάτια δεν έχει?>>
<<Ο Γκαζι αποκεφαλιστηκε την στιμγη που ακούστηκε το χρηματικο πόσο και έτσι του πηραν αμέσως τα δέκα σιδερα>>
Ο Νταντε δεν απάντησε.
<<Πειστικες τώρα?>>
<<Παραμενεις μια ψεφτρα>>, είπε πιο χαλαρα.
<<Αν δεν ημουν δεν θα μπορουσα ουτε τον εαυτό μου να σωσω>>, είπε βγάζοντας τον καζανι από τη φωτιά και το έβαλε πάνω σε ένα σκληρό ύφασμα πάνω στο τραπεζάκι. Η μυρωδιά γέμισε ακόμα πιο πολύ το δωμάτιο καθώς ο ατμός ταξιδεψε σε κάθε γωνία του μικρού δωματιου. Σηκώθηκε στρωνοντας λίγο το απλό φορεμα της. Έβγαλε από ένα ράφι δυο κουπες μέσα στις οποίος ήταν δυο μεγάλα ξυλινα κουταλια και τα ακούμπησε όλα δίπλα στο καζανι.
Ο Νταντε την παρατηρούσε καθώς τα έκανε όλα αυτά. Τότε κοίταξε το παπλωμα που βρισκόταν σε μια γωνία του δωματιου και μια οργισμενη θλίψη τον γεμησε, για την αδικια που περιβαλλει όλο το κοσμο.
<<Σε ακουσα να φωνάζεις. Να μην πειραξουν το πρόσωπο μου>>, είπε κοιτώντας την καθώς έβαζε μέσα στη κουπα του τη σουπα.
Ηρθε κοντά του και εσκυψε από πάνω του στρονωντας το μαξιλαρι του για να μπορεί να ανακαθησει. Έκατσε δίπλα του με τη κουπα στα γόνατα της. Τον κοίταξε τρυφερα με ένα ζεστό χαμόγελο.
<<Έχω δει λίγα όμορφα πράγματα στο κόσμο. Σχεδόν τιποτε από τότε που φυγαδεψα από το Σέπρικατ βλέπεις ήθελα να… Τέλος παντων όταν είδα το πρόσωπο σου είδα κάτι όμορφο και δεν ήθελα να χαθει. Όλα χανονται μπροστά στα μάτια μου τα πάντα καταρεουν. Ζω μέσα στην αθλιοτητα ενώ εσύ έχεις κάτι>>, μίλησε με το μητρικο ενστικτο λες και κοιτούσε ένα παιδι μπροστά της.
<<Ελπίζω να μην πιστεύεις πως θα με ταισεις?>>, της είπε χαμογελώντας προσπαθωντας να διωξει τη θλίψη.
<<Πολλά θέλεις οριστε φάε που θέλεις και να σε ταισω>>, του είπε γελώντας. Έκατσε μόνη της στο μαξιλαρι και εφαγαν σιωπιλα.
Οι μέρες περνουσαν και η κατασταση του Νταντε πήγαινε όλο ένα και προς το καλυτερο. Ένιωθε να ανακτα τις δυνάμεις του κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Η Νίμελε τον βοηθουσε με καλοσυνη κάτι που είχε χρονιά να συναντησει. Μετά από δυο εβδομάδες μπήκε το ίδιο απότομα όπως πάντα στο δωμάτιο με τον αέρα να φυσαει ακόμα και στα χέρια της κρατούσε μαύρο ύφασμα.
<<Μπορώ επιτέλους να φτιαξω τα ρούχα σου>>, είπε πετώντας στην άκρη του κρεβατιου τα μεγάλα κομμάτια υφασματος από διαφορετικο υλικο το καθενα. Έκατσε δίπλα του και άρχισε να ραβει τα σημεία που είχα σκιστει αλλά τα πετούσε εντελως γιατί είχαν κουρελιστει τελειως.
<<Γιατί δεν φευγεις από εδώ?>>, την ρώτησε παρατηρώντας το συγκεντρωμενο πρόσωπο της.
<<Είμαι πολύ μεγάλη για να αρχισω κάτι. Εξαλλου δεν είμαι καλή σε τίποτα. Όλα ήταν νεανικες ελπιδες και οφθαλμαπατες που δεν αντιπροσωπευαν την πραγματικότητα>>, απάντησε χαμογελώντας αλλά χωρίς να παιρνει τα μάτια της από τη δουλειά της.
<<Δεν είσαι μεγάλη και είμαι σιγουρος κάτι θα ξέρεις να κανείς>>
<<Ο, είμαι αρκετά μεγάλη απλά δεν φαίνεται τόσο. Έχω καλά γονιδια βλέπεις. Να κοιτα>>, είπε δείχνοντας του τα αυτιά της.
Το σχημα τους ήταν κονικο όπως του φάνηκε στην αρχή αλλά μετά παρατήρησε πως ήταν λίγο πιο μυτερα στην κορφή.
<<Παλλιοι απογονοι τα ξωτικά>>, είπε με ένα τόνο περιφανειας στη φωνή της και για μια στιγμή είδε τα μάτια της να ταξιδευουν προς εκεινους τους χαμενους καιρους που ακούγονται από τους γεροντοτρους.
<<Μην ανησυχείς για μένα έχεις τον δικό σου δρόμο. Εγώ τον δικό μου τον χαραξα αμυδρα στους παπύρους της ιστοριας, αμυδρα όπως όλοι οι απλοι άνθρωποι>>
Η σιωπη τύλιξε και πάλι το δωμάτιο. Τότε άρχισε να τραγουδα ένα παιδικο νανουρισμα. Τόσο γλυκό και όμορφο που αναστατωσε τον Νταντε. Παρελθόν. Ποτέ δεν με τράβηξε κοντά του. Οι αναμνήσεις με εξορισαν από τα δεσμα τους αλλά κάτι σαν να μου θυμιζει αυτό το τραγούδι αλλά οι πυλες των περασμενων χρόνων που εζησα παραμενουν σφραγισμενες. Περισπτρεφοντας αυτά στο μυαλό του συνεχισε να ακουει το τραγούδι νιωθωντας ένα σφιξημο στη καρδιά ένα παραπονο στη ψυχή του.
Λιγες μέρες πέρασαν από εκείνη την παράξενη μέρα και ο Νταντε ένιωθε δυνατος όπως πρώτα. Σηκώθηκε για πρωτη φόρα από το κρεβάτι και ένιωσε τα πόδια του μουδιασμενα και αδύναμα αλλά με το λιτο πρωινό μπόρεσε να πάρει και την τελευταία δοση ενεργεις που χρειαζόταν. Είχε ντυθει με τα σχεδον καινουρια ρούχα του. Τυλιχτηκε με τον μανδύα του χωρίς να κουκουλωσει το πρόσωπο του. Χωρίς κανένα οπλο και λεφτά ήταν ετοιμος να συνεχησει έναν δυσκολο δρόμο προς το μελλον για την αναζητηση του παρελθοντος.
<<Φευγεις ε? Έλα παρε αυτά>>, του έβαλε στη παλαμι δυο χρυσά νομισματα και του χαμογέλασε.
<<Δεν μπορώ να δεχτω τιποτε παραπάνω>>, είπε δινοντας πίσω τα χρηματα και την αγκάλιασε. <<Πρέπει να φύγεις από αυτή τη πόλη>>
<<Και να παω που? Τα ειπαμε αυτά…
<<Σπίτι, πήγαινε στην οικογένεια σου…
<<Δεν θέλω να αποχωριστουμε μαλλονοντας γι αυτό πήγαινε τώρα>>, είπε καθώς προσπαθησε να συγκρατησει την θλιμενη οργή της.
<<Χρειάζομαι το όνομα τους ή εστω για ποιον δουλευουν>
<<Δεν θα το αφησεις έτσι ε? Για τον Νέρμακ δουλευουν τον μεγάλο εμπορα. Τα δικα τους ονοματα δεν τα γνωρίζω εξαλλου και να τα ήξερα θα ήταν σιγουρα ψευδονιμα>>
Την κοίταξε με ευγνομοσυνη και με μια θλίψη συναμα που του ανταπέδωσε.
Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω τη ζεστασια και ένιωσε τον κρύο αέρα να τον χτυπαει με βαρβαρο τρόπο. Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο προς την μικρή πύλη. Είχε ακόμα τον μπογο κρεμασμενο από τον ωμο του και μέσα είχε βάλει λιγες προμυθιες που του προσεφερε η Νίμελε και κάποια παραπάνω ρούχα. Έφτασε στη πύλη κοιτώντας προσεχτηκα γύρω του. Ήξερε πως αυτοί οι βλακες είχαν φύγει από τη πόλη και το μονό μέρος που θα μπορουσν να πανε για να πουλησουν το στιλέτο ήταν η Βόρεια πόλη Λίρκεταρ.
<<Μόλις τώρα το ταξιδι μου απόκτησε κάποιο νοημα>>, είπε χαμογελονοντας και κρύβοντας στο πρόσωπο του με τον ίδιο τρόπο όπως όταν είχε έρθει σε αυτή την σκοτεινη, καταδικασμενη πόλη.


Ελπιζω να μην βαρεθηκατε και να σας αρεσε!
Προσωπικα δεν βαρεθηκα καθολου και το βρηκα πολυ ενδιαφερον ! :) Συνεχισε !!!!!!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

6Marina9

Νεοφερμένος

Η Μαρινα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 5 μηνύματα.
Προσωπικα δεν βαρεθηκα καθολου και το βρηκα πολυ ενδιαφερον ! :) Συνεχισε !!!!!!

Ευχαριστω πολυ!!! Θελω πολυ να ακουσω αντικειμενικεσ γνωμες γιατι αν το δωσω σε καποιον φιλο θα πει φυσικα πως ειναι καλο, ασχετα αν ειναι αληθεια. :)

Εχω γραψει και το 2 μισοτελειομενο κεφαλαιο...

Κεφαλαιο 2
Η σύγκρουση


Ο δρομος που ακολουθουσε επι μέρες ολοκληρες βρισκόταν στη μέση του πουθενά. Το τοπίο ήταν σκοτεινό και φανταζε βρωμικο από την σκουρη, υγρη λασπη. Η βλαστηση ήταν ελαχιστη παρά την εφορη γη. Κανείς δεν ξέρει τι υπήρχε σε αυτή τη γη το μονό σιγουρο ήταν πως αυτή η λασπη είχε κρυψει κάθε ίχνος του παρελθοντος. Παραξενο αλλά ο Ντάντε είχε περισσοτερες ομοιοτητες με αυτή τη λασπη παρά με κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα. Χωρίς παρελθόν και μελλον μοναχα πριν λιγες μέρες το παρόν φάνηκε να αποκτα κάποιο νοημα και σκοπό. Ένα διασκεδαστηκο παιχνιδι για να αφαιρεθει από τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν ξέρεις κανέναν, δεν έχει κανέναν είναι απλά ένα τίποτα ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό. Φυσικά η προοπτικη να γνωρίσει κάποιον άνθρωπο ήταν πάντα δυνατη αλλά πώς να μιλήσει με κάποιον ξενο όταν η εσωτερικη συνομιλια με την ψυχή του ήταν ανυπαρκτη.
Το παιχνιδι της αναζητησης. Το στιλέτο. Έπρεπε να βρει αυτό που του ανοικει, μια κλωστη που τον εννωνει με το παρελθόν του και σηγκεκριμενα με τον εαυτό του. Ένα ερωτημα υπάρχει και αντηχει στο κεφάλι του εδώ και χρονιά. Ποιος είμαι?
Φυσικά εδώ και μέρες δεν σκεφτόταν πώς να απαντησει σε αυτή την ερωτηση απλουστατα γιατί πεινουσε. Προχωρούσε γρήγορα αλλά αψυχα σαν ένα ζομπι που ακολουθει την μακρινη μυρωδιά του αιματος. Τις νυχτες καθισμενος μέσα στις λασπες επιανε τον εαυτό του να ονειρευεται ακόμα και εκεινο το μουχλισμενο ξερο κομμάτι ψωμι που αγορασε από τον άνθρωπο που τον προδωσε.
Συνιθισμενος στο να βλέπει ένα μακρινο τίποτα στον ορίζοντα σταμάτησε απότομα βλέποντας ψηλά δοκαρια να προβαλουν. Επιταχυνοντας το ανθεκτικό βήμα του συνηδειτοποιησε πως δεν ήταν δοκαρια αλλά δέντρα με ελάχιστα φυλα στα σκελετωδη σκλαδια τους. Με λυσα συγκρατηθηκε από το να ξεριζωσει τις ριζες του δεντρου και να τις καταβροχθησει αλλά ήξερε πως η γη εδώ ήταν επικίνδυνη. Ανεδιδε κάτι το σάπιο και αποτροπαιο. Σαν κάποιο σκοτεινό μυστικο να κρύβει στο βάθος της που διψουσε να ανεβει στην επιφάνεια.
Για ακόμη μια φόρα σταμάτησε απότομα βλέποντας μπροστά του πυκνες μαύρες γραμμες να τρυπαν τον ουρανό. Καπνος συμαινει καμιναδες, καμιναδες σημαινει σπίτια και σπίτια συμαινει πολη ή τουλάχιστον χωριό. Είχε χάσει τον προσανατολισμο του από τη διψα και τη πείνα και η ομοιομορφια του τοπιου τον έκανε να αμφιβαλλει αν ακολουθουσε τον σωστο πια δρόμο.
<<Τελευταία νύχτα κοιμαμαι στα λασπονερα>>, είπε δυνατά και ακούγοντας τη φωνή του για πρωτη φόρα από την αποχωρηση του από τη κοκκινομαλλα πόρνη του φάνηκε αγνωστη.
Τύλιξε σφιχτά το δερμάτινο, μακρύ παλτο γύρω του και στηρίζοντασ τη πλάτη του στο κορμό ενός σάπιου δενδρου αφαιθηκε στο σκοτάδι του υπνου. Οι εμπεριες του από ονειρα ήταν ελαχιστες αυτά που έβλεπε ήταν ασυναρτισιες εικόνες παρμενες από τα ανουσια χρονιά που γνώριζε. Φαγητο, καυγαδες και γυναικες τιποτε άλλο.
Όλα ήταν ησυχα, ούτε φυλλο δεν έτριζε. Ξύπνησε απότομα ακούγοντας ένα συρσιμο. Γύρω του δεν υπήρχε τίποτα. Το φως την γεματης, τεραστιας σεληνης δεν άφηνε τίποτα κρυμενο. Εξάλου τι να υπάρχει? Ούτε ένα ζωο στο δρόμο του δεν ξεπεταχτηκε ούτε ένα εντομο καλά καλά. Έκλεισε αργά και κοιμισμενα τα βλεφαρα του και τα άνοιξε και πάλι αργά. Τα μάτια του ορθανοιξαν από τρόμο. Σαπια δόντια ανοιγοκλειναν και ατριζαν μπροστά του. Κοιτώντας καλύτερα είδε την αποσυντιθεμενη σάρκα του πρωματος τόσο σκοτεινη που στην αρχή νομιζε πως απλά ο τοπος σκοτεινιασε. Η μυρωδιά της νεκρης σαρκας του έφερε κατευθειαν αναγουλα. Φυσικά ολες αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες πέρασαν από μπροστά του σαν αστραπη. Είχε χτυπηει με τη γροθιά του το ζομπι το οποίο κατρακυλισε λίγα βήματα μακριά του και αμέσως σηκώθηκε με τη καρδιά του να χτυπά ξέφρενα. Κοίταξε γύρω του και είδε μέσα από αυτή τη σκοτεινη λασπη μαύρα μέσα στην πρασινη γλιτσα χέρια να ξεπεταγονται ακολουθωντας την ανθρώπινη μυρωδιά. Τη δικιά του μυρωδιά.
Δεν είχε οπλο αρα κανένα τρόπο να τα σακατεψει οριστικα μονό να προστατευτει με τις γροθιες του κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει όλη νύχτα. Ένιωσε ένα χέρι να τυλιγει το αστραγαλο του. Το κλοτσησε και ένας ανατριχιαστικος ήχος διαπέρασε τη νύχτα που ήταν σκεπασμενη από το αποκοσμο φεγγαροφωτο. Ο ήχος ενός χεριού να σπαει και να πεφτει μέτρα μακριά το οποίο συνεχιζε να παλεται καλωντας το αφεντικο του να έρθει να το μαζεψει.
Λεπτά αλλά γεμάτα υπερδυναμη δάχτυλα τυλιξαν τον ωμο του και τον τράβηξαν προς τα πίσω. Ο αγκωνας του Νταντε διαπέρασε τον θώρακα του ζομπι και όλα τα σωθικα ξεπεταχτηκαν βρωμιζοντας το μαύρο παλτο του. Η βρωμα που εισχωρησε με ορμη στα ρουθουνια του του τον ζαλισε αποσυντονιζοντας τον. Δεκαδες χέρια τον τυλιξαν και ένιωσε την προσπάθεια κάποιων να διαπερασουν με τα δόντια τους τη σάρκα του. Έβγαλε έναν βρυχηθμο πονου και προσπαθησε με κάθε δύναμη του να απελευθερωθει.
Τον εριξαν στο έδαφος χτυπωντας το κεφάλι του σε μια σκληρή επιφάνεια κρυμενη κάτω από την υγρή λασπη. Τον τραβουσαν τα δάχτυλα τους διαπερνούσαν τα ρούχα του με την ελπίδα να φτάσουν στο κρέας του. Ένα μεγαλόσωμο παραμορφωμενο ζομπι εμφανίστηκε πάνω πάνω του κοιτώντας με τα αψυχα μάτια του και με τα μαύρα δόντια του να προεξεχουν τα ετριβε μεταξύ τους με ένα αποκρουστικο ήχο και με την κάτω γναθο να προεξεχει δημιουργουσε ένα μοχθηρο χαμογελο. Ελάχιστα εκατοστα από το πρόσωπο του ήταν ετοιμος να μπηξει τα δόντια του στο μαγουλο του. Κάτι όμως τρομαξε το τερας. Ο Νταντε είχε κλείσει τα μάτια του αλλά ένιωσε τη μυρωδιά καμενης σαρκας. Ανοίγοντας τα είδε το πανικοβλητο ψωφιμι να κραυγαζει και να τρεμει από τις λεπτες ηλιχτιδες που όλο και πολαπλασιαζονταν. Το φως του ήλιου που ανετειλε τύλιξε την νεκρη γη λιωνοντας την σάρκα των τερατων που προσπαθούσαν να χωθουν πίσω στη λασπη αλλά ματαιη η προσπάθεια τους.
Κοιτώντας την πόλη που βρισκόταν ακόμα μακριά πήρε ένα αποφασιστηκο βλέμμα με στόχο να φτάσει εκεί πριν νυχτωσει. Κλειδαμπαρωσε κάθε του αδυναμια και πόνο και συνεχισε με γρηγορο βήμα προς τη μόνη κατεύθυνση. Κάθε φόρα που διεκρινε καλύτερα την εμφάνιση της τεραστιας πυλης ερχόταν όλο και πιο κοντά της και αυτό του εδινε όλο και περισσοτερη δύναμη.
Το απογευμα με το κεφάλι κάτω από έναν καυτο ήλιο, με τα πόδια του να έχουν παγωσει από την κρύα υγρή λασπη έφτασε επιτέλους στην πύλη. Η πόρτα ήταν στο υψος του και ακουστικαν κάτι σιδερένια κλικ ωσπου άνοιξε ένα λεπτό ανοιγμα απ΄ όπου τον παρατηρουσαν δυο μεγάλα γκρίζα μάτια. Τον κοίταξαν από πάνω ως κάτω δυο φορές και τότε ακούστηκε ένα τρανταχτο γέλιο. Το μικρό ανοιγμα έκλεισε και μετά από δεκαδες υκοφαντικους μεταλικους ηχους άνοιξε και η πόρτα με τη συνοδεια αυτου του αρρωστιαρικου γελιου.
Ο γέρος ήταν σιγουρα πάνω από δυο μισή μέτρα απλά καμπουριαζε δημιουργωντας ένα εξωγκομα στη πλάτη του που πήγαινε ζιγκ ζαγκ. Τον ξανακοιταξε με τα μεγάλα μάτια του που είχαν κοκκινησει και γεμησει δάκρυα.
<<Θα με αφησεις να περασω ποτέ>>
<<Ουχ, ουχ μιλας κι ολας αχαχαχα>>, τρανταχτηκε ο γέρος.
<<Ποσα θέλεις για να περασω?>>, φώναξε ο Ντάντε για να τον ακούσει.
Ο γέρος δεν σταματισε να χαχανιζει αλλά απόκτησε ένα σοβαρό ύφος.
<<Λοιπόν?>>
<<Ένα χρυσο μήπως?>>, ρώτησε ο γέρος.
<<Για ένα χρυσο αγοραζω και χωραφι γέρο>>
<<Χμμμ, ανάλογα για τι χρυσο μιλας. Υπάρχει αυτό το χρυσο>>,
Είπε περνωντας ανάμεσα στα δάχτυλα του ένα μικρουτσικο νομισμα που ελαμψε καθώς μια ηλιαχτιδα τον χτύπησε. <<Υπάρχει και αυτό το χρυσο>>, συνεχισε εχωντας στο άλλο του χέρι ένα μεγάλο χρυσο νομισμα με τραχια επιφάνεια και γεμάτο γρατζουνιες.
Ο Ντάντε γεμάτος νευρα πέταξε στο γέρο ενα μικρό νομισμα που ελαμψε χρυσο όπως ακριβώς αυτό στα χέρια του γερου. Ήταν ετοιμος να φύγει στο βάθος της πόλης ακολουθωντας τον κεντρικο δρόμο που ήταν γεμάτος κόσμο όταν γύρισε ξανά προς το γέρο που χαχανιζε.
<<Δεν μου είπες το όνομα της πόλης>>
<<Μια μεγαλουπόλη είναι όλο κι όλο σε αυτή τη χωρα η Λίρκεταρ μετά τα συνορα θα βρεις οσες θες εδώ μονό χωριά και το Λίρκεταρ υπάρχουν. Γι αυτό καλωσηρθες στο Λίρκεταρ>>, είπε τρανταχτα ο γέρος με μελωδικη φωνή.
<<Καλά, καλά. Ξέρεις κανένα καλο ξενοδοχείο? Μονό που μην μου το ξανατραγουδησεις>>
<<Ακολουθα τον κεντρικο δρόμο και θα βρεις κάτι, ικανοποιημενος?>>, ρώτησε συγκρατωντας το χαιρεκακο γέλιο του.
Ο Ντάντε έκανε μεταβολή και ακολούθησε τον κεντρικο δρόμο. Οι άνθρωποι μόλις τον έβλεπαν απομακρυνονταν ποτέ από τρόμο και ποτέ από αηδεια όπως συμπερανε ο ιδιος.
Στα δεξιά του πρόσεξε μια καλογραμενη ταμπέλα Άϊζουφ. Πέρασε την ψηλή πόρτα και μπήκε σε ένα όμορφο ξενοδοχείο με γαλάζια χρώματα και λευκα κάτι παραξενο για μια πόλη που είχε τα χρώματα του χαλκου και της λασπης.
Η κοπέλα που στεκοταν στον πάγκο πήρε ένα μοχθηρο ύφος ποσπαθωντας να κρυψει τον τρόμο της.
<<Μήπως χασατε τον δρόμο σας?>> του είπε με αηδεια παρατηρώντας τον.
<<Όχι, θέλω ένα δωμάτιο με μπάνιο>>, είπε ο Νταντε χαμογελώντας της για να σπασει το παγο αλλά του φάνηκε πως τα έκανε χειροτερα.
<<Δεν δινουμε δωματια σε αστεγ… σταμάτησε απότομα όταν είδε στο χέρι του Ντάντε δυο νομισματα… Μάλλον μπορουμε να κανουμε μια εξαιρεση>>
<<Χρειάζομαι ετοιμο ζεστό νερό, ξυραφακι και ένα καθρέφτη αν δεν έχει το δωμάτιο αν έχεις την κολοσυνη>> και της προσφερε ακόμα ένα νομισμα.
Τον πέρασε στον δεύτερο οροφο σε ένα μικρό τακτοποιημενο δωμάτιο. Ένα κρεβάτι μια ντουλάπα και ένα κομοδίνο ήταν όλο κι όλο και ένα μικροσκοπικο παράθυρο που είχε απέναντι του αλλά μικροσκοπικά παράθυρα.
<<Εδώ είναι το μπάνιο>>, του έδειξε την πόρτα δίπλα στη ντουλάπα και εφυγε. Σε λίγα λεπτά γύρισε με πετσετες και τα συνεργα για ξυρισμα και κουρεμα.
<<Καθρεφτης υπάρχει στο μπάνιο>>, είπε περιφρονιτικα και βρήκε.
Γεμάτος περιεπργια μπήκε στο μπάνιο. Ήταν σε πολα σημεία μουχλισμενο και βρομουσε φυσικά καλύτερα απ΄ ότι τα ζομπι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε οι απορίες του λυθηκαν. Είχε χάσει την κουκούλα του και έτσι μπορούσε να δει τα μαλλιά του που είχαν μακρινει το ξανθό μουστακι του είχε μεγαλωσει και αυτό κάνοντας τον να μοιαζει με αγριανθρωπο. Η επιδερμίδα του ήταν βρώμικη κομμάτια λασπης είχαν κολησει στα μαλλιά του και στο πρόσωπο του ακόμη. Που να αρχησει και που να τελειώσει με τα ρούχα του. Κουρελιασμενα και βρωμικα και το χειρωτερο στον αγκωνα του ήταν κολημενη η πρασινη νεκρη σάρκα κάποιου από τα τέρατα.
Άνοιξε το νερό γεμιζοντας την μπανιερα με καφτο νερό που γέμισε με μιας το δωμάτιο με πυκνους ατμούς. Μπήκε μέσα νιωθωντας την καλύτερη απολαυση αν και καικε στην αρχή. Όλες οι πληγές και οι μελανιες του μουλιαζαν στο νερό. Όλη η βρωμια άρχισε να φευγει και μερικά κομμάτια αναδυθηκαν. Βρήκε έξω και ξανάγεμισε τη μπανιερα για να φύγει το βρωμικο πια νερό. Καθώς ήταν ξαπλωμενος ένιωσε να βυθιζεται στον υπνο. Κάτι βήματα όμως τον ξυπνησαν. Είχε αφήσει τη πόρτα ανοιχτη και είδε την κοπέλα να τον κοιταζει. Μέσα στα χέρια του είχε ένα μεγάλο κίτρινο κομμάτι σαπουνι.
Φυσικά η εμφάνιση του ήταν ακόμα ασχημη. Είχε χάσει κιλα και τα μαγουλα του είχαν σχεδον χαθει. Το μουσι και το αναστατο μαλλι του τον έκαναν τρομακτικο. Αλλά την ίδια στιγμή μυστηριο και ποθητο. Την κοιτούσε με ένα σοβαρό ύφος διαπερνώντας την με τα γαλάζια μάτια του. Αυτά τα γαλάζια μάτια κοιτούσε και αυτή.
<<Ε, εεφερα το σασαπουνι>>, τραυλισε.
<<Μην το αφηνεις εκεί θα αναγκαστω να σηκωθω και να το παρω>>, είπε χωρίς να αλλάξει το σοβαρό του ύφος.
Η κοπέλα διεσθανθηκε κάτι το πρόστυχο σε αυτή του τη φράση και έμεινε να στεκει εκεί για καμποσα λεπτά μέχρι που πέρασε διστακτικά στο δωμάτιο.
<<Θα είναι δυσκολο με τόσο ατμό να διακρινεται κάτι στο καθρέφτη θα κοπηται με το ξυραφακι>>, είπε αφήνοντας το σαπουνι σε ένα μικρό ξύλινο κομοδίνο.
<<Θέλεις να το κάνεις εσύ?>>, ρώτησε με ένα χαμόγελο από μέσα του.
<<Προς θεου όχι, δεν ειπα κάτι τέτοιο απλά είναι καλύτερα να πατε σε κουρεα>>, είπε τρομαγμανα κοκκινίζοντας από την ντροπη της.
<<Βλέπεις έχω μια σημαντικη δουλειά δεν θα προλαβω και δεν θέλω να με δουν έτσι. Θα μου κανείς αυτή τη χάρη?>>
Κάτι στο τόνο της φωνής του την μαγνητισε τον κοιτούσε εντρομη αλλά δεν μπορούσε να αρνηθει.
Έφερε λοιπόν το σκαμνακι πίσω από τη μπανιερα με το ξανθό κεφάλι του μπροστά της. Άρχισε να κοβει τα πυκνα μαλλιά του ωσπου είχαν γίνει όπως και πρώτα. Μετάκινησε το σκαμνακι και τον αντικρησε.
Ένα κόκκινο χαμόγελο την τύλιξε και ένα γέλιο βγήκε από το στόμα της. Του έφερε τον μικρό καθρέφτη για να αξιολογησει.
<<Φαινομαι σαν αρχηγος κλεφτων>>, είπε χαμογελώντας.
Η κοπέλα γελασε και επιασε το ξυραφακι καθισμενη πάλι πίσω του τράβηξε το πρόσωπο του για να εξαφανισει αυτό το μουσι. Κάθε φόρα που εξαφανιζοταν με την γρήγορη κίνηση της το μουσι έβλεπε ποιο καθαρα το όμορφο πρόσωπο του και ένιωθε το πρόσωπο της να ζεστενεται αλλά φυσικά το απεδιδε στη ζέστη που εβγαζε το καυτο νερό της μπανιερας.
Τελείωσε επιτέλους το δυσκολο εργο και του ξαναεφερε το καθρέφτη. Με κάποια θλίψη αντικρησε το ταλαιποριμενο πρόσωπο του που είχε λεπτινη αρκετά. Η θλίψη όμως ήταν η αίσθηση που είχε κάθε φόρα κοιτώντας την αντανακλαση του. Ένας αγνωστος με κοιταζει.
Η κοπέλα προβληματισμενη ρώτησε, <<Δεν σου αρεσε?>>
<<Όχι γλυκα τελεια τα καταφερες>>, της χαμογέλασε διωχνωντας τις κακές σκέψεις. <<Τοσες μέρες στο δρόμο θα αναγκαστω να περασω όλη τη μέρα σε αυτό το μπάνιο είχα τα χαλια μου ε?>>
<<Ναι, συγγνωμη για το φερσημο μου...
<<Δεν πειράζει, χάιδεψε τα μαλλιά της βρεχοντας τις άκρες. Τα μάγουλα της κοκκινησαν και της χαμογέλασε.
Μια φωνή ακούστηκε ακριβώς από κάτω τους και η κοπέλα φοβισμενα σηκώθηκε απότομα. <<Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά>>
Ο Ντάντε πέρασε σχεδον όλη την υπολοιπη μέρα στο μπάνιο. Επλινε τα ρούχα του και τα περισσοτερα τα πέταξε. Ώρες έκανε για να βγάλει τη βρωμα από τον ίδιο και από τα ρούχα. Το δερμάτινο παλτο είχε πλεον αχριστευτει, η δυσοδια του τερατος είχε γίνει ένα με το μαύρο δέρμα.
Εχωντας χάσει σχεδον όλη του τη μέρα αποφασησε να πάει σε καμιά τοπικη παμπ μήπως η τύχη του χαμογελάσει και καταφερει να μάθει τίποτα για αυτόν τον Νέρμακ και τους αντρες του. Ήταν σιγουρος όμως πως θα τους βρει η πόλη είναι θεμελιωμενη στο παρανομο εμποριο, στους κλεφτες και στους προδοτες. Τα ρούχα του ήταν κρεμασμενα στη μέση του δωματιου και εσταζαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα κάνοντας μια συμφωνια από ενοχλητικους ηχους. Ήταν ακόμα βρεγμένα.
Ήταν γυμνος, ξαπλωμενος στο αβολο κρεβάτι και προσπαθούσε να χαλαρωσει κλείνοντας τα μάτια του αλλά τα ξανά άνοιγε με κάθε πλατς που ακουγοταν από τις μικρες λιμνουλες νερού στο πάτωμα. Το μικροσκοπικο παράθυρο ήταν ανοιχτό αφήνοντας τη καυτη ανάσα του αέρα να εισωρησει μέσα. Ανακαθησε στην άκρη του κρεβατιου και ακουγωντας το πάτωμα να τριζει έξω από το δωμάτιο του σκεπαστηκε με το λεπτό σεντονι. Η ζέστη ήταν αφορητη και το σεντονι γρήγορα κολησε στην επιδερμίδα του κάνοντας τον να βγάλει ένα ενοχλημενο αναστεναγμο.
Η κοπέλα μπηκε μέσα αφού χτύπησε την πόρτα κρατούσε ένα ξύλινο, μαυρισμενο δίσκο με κρύο φαγητο και ένα ποτήρι νερό. Μόλις τον είδε έτσι ο δισκος τρεμοπαιξε στα χέρια της και γύρισε το βλέμμα της προς τα απλωμενα ρούχα.
<<Σκεφτηκα πως θέλεις να φας>>, είπε βαριανασαινοντας.
<<Το είχα ξεχάσει τελειως και έχω να φαω μέρες>>, είπε χαμογελώντας αλλά δεν τον ενοιαζε και πολύ.<< Άφησε τα στο κομοδίνο>>
Καθώς προχωρούσε προς το κομοδίνο που ήταν δίπλα του τον κοίταξε με την άκρη του ματιου της. Της χαμογέλασε. Αλλά το βλέμμα της σκοτεινιασε.
<<Βαλτε κανένα ρουχο πάνω σας μπορεί να έχει ζέστη αλλά είναι υπουλος αυτός ο αέρας το μονό που θα σας προκαλεσει είναι πονους στον αυχενα>>, είπε κάνοντας μεταβολή βρήκε από το δωμάτιο. Ένιωθε την καρδιά της να βροντοκοπα καθώς κατεβαινε τις απότομες σκάλες προς τον πάγκο. ʽΤι σκεφτομουνα και του έφερα φαγητο, ούτε λεφτά δεν πήρα τι ηλιθιαʼ ήταν έτοιμη να γυρίσει αλλά μετά αλλαξε γνώμη και συνεχισε το δρόμο της.
Αυτός είχε καταβροχθησει το φαγητο του και τσεκαρε τα ρούχα του. Ακόμα εσταζαν αλλά η εστη αποροφουσε κάθε νερό έτσι οι λιμνουλες στο πάτωμα άρχισαν να εξατμιζονται.
Μερικες ωρες αργοτερα με τον ήλιο να έχει σημανει οχτώ κατεβαινε με τα στεγνα του ρούχα. Είδε τη κοπέλα στο πάγκο να τον κοιταζει με το ίδιο σοβαρό ύφος. Της έδωσε τα λεφτά για το φαγητο χαμογελώντας της αποχωρησε από το ξενοδοχείο.
Μια παμπ… πολύ ευκολο να βρει κανείς μια παμπ με τα αποβράσματα της πόλης συγκεντρωμενα εκεί. Είδε δυο κοντουλιδες να μιλάνε νευριασμένα τα όπλα τους λαμπιριζαν μισοκρυμενα κάτω από τα ξεθωριασμενα πουκαμισα. Ευκολο…
Τους ακολούθησε παραμενωντας σε μια ασφαλη απόσταση για να μην τον υποψιαστουν. Χάθηκαν απότομα σε ένα σκοτεινό στενό ανάμεσα σε πανυψηλα κτηρια το δημαρχειο. Τι προτοτυπο μικρή κυβερνηση δίπλα σε ένα οικο ανοχης και μια παμπ για εγκληματιες, συμβολικα.
Γελασε με αυτές τις σκέψεις και περιμενοντας λίγα λεπτά ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τους δυο αντρες. Ακριβώς στο κέντρο βρισκόταν μια σιδερένια μαύρη πόρτα. Καμιά απολυτως ταμπέλα. Την εσπρωξε ένα αμυδρο φως τον τύλιξε καθώς εμπαινε μέσα. Ένα αποπνυκτικο μεγάλο δωμάτιο με έναν μεγάλο πάγκο γεμάτος από μεθυστακες σχεδον ετοιμους να καταρευσουν. Στις σκοτεινες γωνιες κάθονταν ομαδες αντρων με σοβαρά πρόσωπα εκεί ανάμεσα βρήκε τους δυο κοντουλιδες.
Έκατσε απαρατηρητος στο μπαρ και έτσι η νύχτα άρχισε. Πεινώντας και κερνωντας με τα λεφτά που είχε τσεπωσει από τους ιδιους τους μεθυστακες εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να μάθει για τον Νέρμακ και συγκεκριμένα για τους αντρες του.
<<Στον μπουρδελο θα τους βρεις που άλλου αυτός το εχτισε ο ευλογημενος φυσικά με συναιτερο την ιδιοκτητρια Κάλλια πολύ ωραια>>, είπε γελώντας καθώς έδειχνε με τα χέρια του τα μεγάλα στηθη της.
Ο Ντάντε εφυγε τη στιγμή που κάποιος κατάλαβε πως τον είχαν κλεψει και ένας καυγας ξεσπασε. Καθώς απομακρυνοταν με τις δικες του τσεπες γεματες χαμογέλασε ακουγωντας πυροβολιμους και αγριες φωνές.
Γύρισε και κοίταξε το ταιραστιο κτηριο του μπουρδελου. Δεν είχε παράθυρα μοναχα μια μεγάλη σιδερένια πόρτα όπου κάθονταν μισοκοιμισμενοι δυο φυλακες.
Αλλαξε γρήγορα γνώμη. Καλύτερα να τελεινωνω σήμερα με αυτή τη δουλειά πριν χασω την ευκαιρια μου, σκέφτηκε. Κατευθυνθηκε προς τους φυλακες που τελικα δεν κοιμωντουσαν απλά ήταν με γερμενα τα κεφάλια με ένα αποβλακωμενο βλέμμα κοιτουσαν το πάτωμα.
<<Τι θέλεις?>>
<<Για να ηρθα εδώ προφανως ένα λογο θα έχω>>, είπε ο Ντάντε παιρνωντας υπεροπτικο ύφος και ένα σαρκαστικο χαμόγελο.
<<Τριαντα και πέρνα>>, είπε ο φυλακας.
Τα λεφτά ήταν πολλά σκέφτηκε αλλά το στιλέτο αξιζε περισσοτερα. Μπήκε μέσα στο διάδρομο. Μυριζε με ακριβα αρωματα, υπνωτικα και αισθησιακα. Όλα ήταν βαμμένα κόκκινα και ο φωτισμος ήταν αμυδρος. Το πάτωμα από ακριβο ξυλο όπως και πολλές επιφανειες. Μια γυναικά τον πλησίασε. Φορούσε ένα χαλαρο φόρεμα που λίγο ακόμα και θα γλιστρουσε στο πάτωμα. Το ταιραστιο στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά. Είχε το εχα χέρι κάτω από το στήθος και κρατούσε το αγκωνα του άλλου χεριού ανάμεσα στο λεπτά δάχτυλα της κρατούσε ένα τσιγαρο. Τα καστανά μαλλιά της ήταν λιτα χωρίς να κρύβουν το βάθη ντεκολτέ. Ο Ντάντε τα κοίταξε με έκπληξη. Του χαμογέλασε ικανοποιημενα.
<<Τα μάτια μου είναι εδώ πάνω>>, είπε γλυκα με ένα αισθησιακο χαμόγελο. Αφήνοντας τον καπνο να βγει από τα ο μισανοιχρο στόμα της. <<Τι θα θελατε?>>
<<Δευτερη φόρα με ρωτανε για να ηρθα εδώ ένα…>>
<<Προτιμησεις νεαρε. Λεπτες? Ψηλες? Μελαχρινες? Ξανθιες? Μεγεθοι? Η μήπως θέλεις κάτι του ιδιου φυλου?>>, είπε ξεφυσώντας τον καπνο με το ίδιο βλέμμα που τον παρατηρούσε με περιεργια.
<<Όχι, γυναικά θέλω. Κάτι σε απλη ομορφια? Όχι, υπερβολες>>, είπε νιωθωντας ηλιθιος δεν είναι η πρωτη του φόρα σε τέτοιο μέρος αλλά δεν είχες ποτέ να διαλεξεις ανάμεσα σε πολλά. Προχωρημενη επιχείρηση.
<<Έχω ότι χρειάζεσαι, γλυκα αν δεν σε πειράζει θα περασω στον ενικο. Πέρνα σε αυτό το δωμάτιο θα την φερω σε λίγα λεπτά>>.
Μπήκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Από το ταβάνι περνουσαν διαφανες κόκκινα και πορτοκαλι υφασματα δημιουργωντας παραξενες σκιές. Αρωματικος καπνος παλωντας γύρω του δημιουργωντας κάτι σαν απαλή ομίχλη. Υπήρχε ένα ταιραστιο μαλακο κρεβάτι στην άλλη άκρη και σε μια αποκομμενη μεριά του δωματιου ήταν ένας καναπες και μπροστά ένα κοντό μαύρο τραπεζάκι. Καθις στον καναπε χωρίς να κοιταει τίποτα άλλο στο δωμάτιο.


<<Σας παρακαλω παρτε με να δουλεψω σε εσας>>, η φωνή της ακούστηκε απελπισμενη και κοιτούσε με τα ορθάνοιχτα πράσινα μάτια της την ιδιοκτητρια του Οικου ανοχης.
<<Δεν ξερώ γλυκιά μου είμαι γεμάτη, είσαι πολύ απλη ξέρεις. Γιατί δεν πας να παντρευτεις?>>, τη ρώτησε φερνωντας το τσιγαρο στο στόμα της. Ήταν νωρις το πρωί και στεκονταν στο άδειο στενό.
<<ξερώ να χορευω καλά και…, έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο της και τα εξεταστικά μάτια της ιδιοκτητριας σταμάτησαν πάνω τους.
<<Τι είναι αυτά τα σύμβολα?>>, ρώτησε και τράβηξε για να τα παρατηρησει. Ήταν μαύρα ιερογλυφικα που αρχιζαν από τα ακροδαχτυλα της και τελειωναν στον καρπό της.
<<ε…
<<Είναι πολύ όμορφα. Καλά σήμερα θα δουμε τι μπορείς να κανείς έχω ακόμα τρία καινουρια κορίτσια αν τα καταφερεις θα κρατήσω εσένα και οι άλλες θα φυγουν>>, της είπε παιρνωντας την μέσα.
Είχε σχεδον νυχτωσει πια και περίμενε την Κάλλια να έρθει ανάμεσα σε αλλά δέκα κορίτσια. Θα τους πηγαιναν ακριβώς εκεί που ήθελε στο δωμάτιο όπου ήταν ο αρχηγος, τρία κορίτσια ήθελαν και θα ήταν μια από αυτές.
Η Κάλλια μπήκε μέσα κάπως εκνευρισμενη.
<<Νέιρι ετοιμασου ο Ντροκς αλλάξε γνώμη βλέπεις τελικα απόκτησε και προτιμησεις τελευταία στιγμή>>, είπε ρουφωντας με δύναμη το τσιγαρο. Η κοπέλα ανησυχα άρχισε να ετοιμαζεται.
<<Λοιπόν γλυκιά μου Έβει είναι ένας νέος πελατης πολύ ομορφος για να μην σε ριξω στα βαθειά θα τον παρεις εσύ>>
<<Τι?>>, εντρομη είδε το σχεδιο της να καταρεει.
<<Μα εγώ νομιζα…
<<Αλλάξαν τα σχεδια βλέπεις έλα είσαι έτοιμη κι ολας να μην περιμενει το παιδι>>, την επιασε με δύναμη από το μπράτσο χωρίς να περιμενει καμιά αντιρηση της και την τράβηξε στο διάδρομο.
<<Θέλω να γινουν όλα όμορφα>>, είπε νευρικα.
<<Μα εγώ>>, είπε και προσπαθησε να ξεφύγει από τη λαβή της και ένα βάζο επαισε καταλαθος από το διπλανο τους τραπεζάκι.


Ο Ντάντε ανακαθησε ακούγοντας τους παραξενους ηχους. Η πόρτα άνοιξε απότομα και έκλεισε αφήνοντας αυτόν που μπήκε μέσα κρυμμενο στο σκοτάδι.
Η κοπέλα ανατριχιασε αλλά δεν τολμησε να βγει από τη σκιά ωσπου πήρε μερικες ανασες και υπολογισε τις επιλογες της. ʽΔεν είναι το τέλος του κόσμου το σχεδιο Β υπάρχει πάνταʼ, σκέφτηκε παριγορητικα. Η μελωδια ενός παραξενου έγχορδου την οδηγησε προς τον Ντάντε λικνιζοντας τη λεκάνη και τους γοφους της με ένα απαλό αισθησιακο τρόπο.
Ο Ντάντε αρχησε να την παρατησει καθώς βρισκόταν μισοκρυμενη πίσω από το διαφανες κρεμασμενο ύφασμα. Ένιωθε το ερεθισμα από την όμορφη γυμνη κοιλιά της τα μισοκρυμμενα καλλίγραμμα πόδια της. Τα μακριά κυματιστα μαλλιά της χαιδευαν την λεπτή της μέση καθώς έκανε στροφες συνοδευοντας την μουσική. Προχωρούσε όλο και πιο κοντά ωσπου ανέβηκε στο κοντό τραπεζάκι.
Ηλπιζε βεβαια το κόκκινο πρόσωπο της να μην φαινοταν κάτω από το κόκκινο φως που υπήρχε γύρω τους. Ο Ντάντε δεν το έβλεπε. ʽ πολύ όμορφηʼ, σκέφτηκε νιωθωντας την διψα να την αρπαξη. Η μουσική σταμάτησε και αυτή κατεβηκε από το τραπεζάκι οπισθοχωροντας ενώ αυτός ταυτοχρονα είχε σηκωθει.
Χαθηκε και πάλι με ελαφρια βήματα πίσω από τα αιωρουμενα υφασματα. Είχε φτάσει σε ένα τραπέζι με διαφορά ποτά γέμισε δυο ποτηρια και έριξε κάποια σκόνη στο ένα, το ταρακουνησε και επεστρεψε στο δωμάτιο.
<<Ποτό για να χαλαρωσουμε>>, είπε όσο πιο γλυκα και αισθησιακα μπορούσε.
Το έφερε στα χείλη του και την είδε να χαμογελαει και να κοιταζει επιμονα τα χείλη του που ήταν έτοιμη να παρουν τη πρωτη γουλια. <<Είμαι αρκετά χαλαρος>>, είπε και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι.
Ένας τρόμος πέρασε από τα μάτια της κάτι που δεν έμεινε απαρατηρητο από τον Ντάντε. Την πλησίασε αλλά αυτή απομακρύνθηκε απαλα, χαμογελώντας. Χαθηκε και πάλι. Την ακολούθησε αλλά δεν βρήκε τίποτα εκτός από το τραπέζι με τα ποτά. Το πλησίασε αργά. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε πίσω του κάποια κίνηση. Κάτι τρεμοπαιξε σε κάποια επιφάνεια κάποιου μπουκαλιου αλλά αυτό ήταν αρκετο για να γυρίσει και να αποφύγει το χτύπημα πιάνοντας με δύναμη τα δυο της χέρια που ήταν στον αέρα. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.
<<Τι παιχνιδι παιζεις?>>, τη ρώτησε χαμογελώντας
<<Που να δεις και αυτό>>, του είπε και αυτή χαμογελνωντας και τον βαρεσε με το γόνατο στα αρχιδια.
Έπεσε κάτω με ένα δυνατό τρανταγμο.


<<Άγρια αυτή>>, είπε γελώντας η Ιδιοκτητρια καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω της τον καπνο από το μισοτελειωμενο της τσιγαρο.


Τον εσπρωξε με το πόδι και ανέβηκε πάνω του. Πέρασε ένα χοντρο και χερο σχοινη ανάμεσα στους καρπους του καθώς ο Ντάντε δεν μπορούσε να συνελθει από το γέρο χτύπημα.
Του εδεσε και τα πόδια και τον άφησε έτσι με το πρόσωπο γυρισμενο στο πάτωμα. Απομακρύνθηκε από τον Ντάντε. Αυτός προσπαθούσε να λυθει αλλά δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να τη βρει και γύρισε το κεφάλι του. Είδε την μισοκρυμενη μορφή της. Την είδε να γδυνεται, η ηλιοκαμενη πλάτη της ήταν ολογυμνη και προσπαθούσε να φορεσει μια κοντή φούστα αφήνοντας το στήθος της σχεδον ορατο. Ένιωσε τη ζέστη να τον περιτριγυριζει και να ερεθιζεται από αυτή την σκηνη που εβελεπε. Μονό όταν την είδε να τον πλησιάζει θυμηθηκε πως ήταν δεμενος στο πάτωμα και προσπαθησε να λυθει.
<<Άφησε με να φύγω>>, είπε με δύναμη.
<<Συγγνώμη δεν μπορώ έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω>>, είπε αδιαφορα.
<<Δεν καταλαβαινεις. Πρέπει να παρω πίσω κάτι που μου ανοικει>>, συνεχισε.
Τον πλησίασε με φόρα και εσκυψε το πρόσωπο της δίπλα στο δικό του κοιτώντας τον στα μάτια. <<Είναι τόσο σημαντικό? Είναι κάτι με το οποίο είσαι δεμενος εξαιματος και χαραμησες τα πάντα μονό και μονό για να το πάρεις πίσω?>>, ρώτησε κοκκινίζοντας από την οργή.
<<Ε… είναι κάτι που με συνδεει με το παρελθόν μου>>, είπε χάνοντας τα λόγια του.
<<Καλά! Πολύ με ενοιαξε>>, είπε γελώντας. Έβαλε το σπαθί της στη θήκη περασμενη στη ζωνη της και απομακρύνθηκε.
<<Μπορώ να σε βοηθησω>>, είπε φωναχτα.
<<Αχ! Ναι!>>, αναφωνησε. Τον πλησίασε και ξανά εσκυψε από πάνω του έβαλε κομμάτια υφασματος στο στόμα του που τον εμποδιζε να φωναξει.
<<Έτσι. Θα σε ανεβαζα στο κρεβάτι αλλά βαριεμαι>>, είπε χαιδευοντας το κεφάλι του και αυτός τραβηχτηκε οργισμενος.
Βγήκε από το δωμάτιο αντικριζοντας ένα άδειο διάδρομο. Έκλεισε τη πόρτα και προχώρησε στην κυρια κατεύθυνση της. Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστη. Λίγα βήματα είχαν μείνει...


Θα ηθελα να ακουσω τη γνωμη σας! και αν γραψω τιποτα και δεν σας πειραζει να το ανεβασω πειτε το, αλλιως θα σταματησω αν ειναι... :P
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

Dias

Επιφανές μέλος

Ο Dias αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι Καθηγητής κι έχει σπουδάσει στο τμήμα Φυσικής ΕΚΠΑ (Αθήνα). Έχει γράψει 10,196 μηνύματα.
Νομίζω ότι οι πιο πολλοί κάποτε έχουμε κάνει κάτι τέτοιο. Γίναμε συγγραφεις και ποιητές γιατί έτσι μας την έδωσε. Έχω γράψει καμμια δωδεκαριά "βιβλία" που είναι αποθηκευμένα στον υπολογιστή μου. Ανάμεσα τους έχω μια ποιητική συλλογή, 3-4 μαθηματικών-φυσικής, μυθιστορήματα, συλλογή διηγημάτων και άλλα. Δεν τα έχω δείξει σε κανέναν απολύτως και μάλιστα από όταν τα έγραψα δεν τα έχω ξαναδιαβάσει. Ο λόγος: κατά πάσα πιθανότητα όλα όσα έχω γράψει έιναι βλακείες. Και δεν έχω πουθενά πει ότι γράφω. Το λέω πρώτη φορά εδώ που είμαστε άγνωστοι. Δεν το λέω και δεν δείχνω πουθενά τίποτα γιατί δεν θέλω να αναγκάσω τον άλλο από ευγένεια να μου πει ότι έιναι ωραία. Έχω φίλους και κυρίως φίλες που μου έχουν δώσει να διαβάσω τις αρλούμπες τους που νομίζουν ότι έιναι λογοτεχνικά αριστουργήματα και με έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση. Έτσι τις δικές μου αρλούμπες τις κρατάω καλά κρυμμένες.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Nef!~

Νεοφερμένος

Η Νεφελη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθητής Γ' γυμνασίου και μας γράφει απο Ίλιον (Αττική). Έχει γράψει 8 μηνύματα.
Ευχαριστω πολυ!!! Θελω πολυ να ακουσω αντικειμενικεσ γνωμες γιατι αν το δωσω σε καποιον φιλο θα πει φυσικα πως ειναι καλο, ασχετα αν ειναι αληθεια. :)
Αυτο το σκεφτομαι και γω και αυτην αλλα και απο την αλλη πλευρα του θεματος γιατι οι φιλοι μπορει και να υπερβαλλουν θετικα ή να το παρουν στα αστεια.. Και δεν θελω τπτ απο τα δυο , μονο η μαμα μου εχει διαβασει ΜΕΡΙΚΑ σημεια με τον ορο να μην τα σχολιασει... :P

Οσο για το 2ο-μισοτελειωμενο κεφαλαιο μ αρεσει και αυτο... Για να φλυαρισω λιγο (:P) μου αρεσει η περιγραφικοτητα σου : ενω αποδιδεις αναλυτικα το περιβαλλον και τις καταστασεις δεν με κουραζει , κατι που συνηθως με εκνευριζει αφανταστα στις μεγαλες περιγραφες :mad:!!!
Αποδιδεις καλα αυτο που σκεφτεσαι χωρις να το υπεραναλυεις και αφηνοντας τον αναγνωστη να το "χτισει" μονος του χωρις να του μεινουν κενα παρ' ολα αυτα... :)

Keep Walking :clapup::clapup::clapup::clapup::clapup:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

6Marina9

Νεοφερμένος

Η Μαρινα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 5 μηνύματα.
Αυτο το σκεφτομαι και γω και αυτην αλλα και απο την αλλη πλευρα του θεματος γιατι οι φιλοι μπορει και να υπερβαλλουν θετικα ή να το παρουν στα αστεια.. Και δεν θελω τπτ απο τα δυο , μονο η μαμα μου εχει διαβασει ΜΕΡΙΚΑ σημεια με τον ορο να μην τα σχολιασει... :P

Οσο για το 2ο-μισοτελειωμενο κεφαλαιο μ αρεσει και αυτο... Για να φλυαρισω λιγο (:P) μου αρεσει η περιγραφικοτητα σου : ενω αποδιδεις αναλυτικα το περιβαλλον και τις καταστασεις δεν με κουραζει , κατι που συνηθως με εκνευριζει αφανταστα στις μεγαλες περιγραφες :mad:!!!
Αποδιδεις καλα αυτο που σκεφτεσαι χωρις να το υπεραναλυεις και αφηνοντας τον αναγνωστη να το "χτισει" μονος του χωρις να του μεινουν κενα παρ' ολα αυτα... :)

Keep Walking :clapup::clapup::clapup::clapup::clapup:

Σε ευχαριστω ειλικρινα για τα λογια σου :D :D :D Και ναι! ειναι πολυ δυσκολο να παρεις μια αντικειμενικη γνωμη απο αγαπημενα προσωπα αλλα απο την αλλη υπαρχουν αυτα τα site, γι αυτο ανεβασε και συ αν εχεισ κατι!!
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

ΚΡΙΣΤΙ

Νεοφερμένος

Η ΚΡΙΣΤΙ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 38 μηνύματα.
παιδια εγω εκανα αρκετες αποτυχημενες προσπαθειες στι δημοτικο
επηρεασμενη αρκετα απο τις μικρες κυριες.........
παντως γραφω ημερολογιο σε στυλ σατιρας για τη ζωη μου αλλα το κραταω για τον εαυτο μου
παντως ακομη ελπιζω οτι θα γινω λαμπρη συγγραφεας στο μελλον............
ψωνιο???
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

~Nef!~

Νεοφερμένος

Η Νεφελη αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθητής Γ' γυμνασίου και μας γράφει απο Ίλιον (Αττική). Έχει γράψει 8 μηνύματα.
.... απο την αλλη υπαρχουν αυτα τα site, γι αυτο ανεβασε και συ αν εχεισ κατι!!!
Χμμμ ... αν εχω χρονο το βραδυ ισως επιλεξω καποιο αποσπασμα.. Γιατι δυστυχως δεν τα γραφω στο pc , η κλασσικη αισθηση του μολυβιου πανω στις σελιδες με εμπνεει περισσοτερο :D (οπως και με κουραζει περισσοτερο αλλάάά... :P)

παιδια εγω εκανα αρκετες αποτυχημενες προσπαθειες στι δημοτικο
επηρεασμενη αρκετα απο τις μικρες κυριες.........
παντως γραφω ημερολογιο σε στυλ σατιρας για τη ζωη μου αλλα το κραταω για τον εαυτο μου
παντως ακομη ελπιζω οτι θα γινω λαμπρη συγγραφεας στο μελλον ............
ψωνιο???
Οχι απαραιτητα .. ισως ειναι ενστικτο ... ;) Αλλα και να μην γινεις ειναι το θεμα ειναι αν σε ευχαριστει να συνεχισες να γραφεις... !
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

spyroskaftanis

Δραστήριο μέλος

Ο spyroskaftanis αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 30 ετών, Φοιτητής και μας γράφει απο Πάτρα (Αχαΐα). Έχει γράψει 453 μηνύματα.
Εγώ από μικρός έγγραφα.
Ένα βιβλίο μάλιστα από αυτά που έγγραφα μικρός το ξαναγράφω τώρα γιατί ήταν λίγο μπεμπικίστικο.
Θυμάμαι κάποτε πως ήμουν πωρωμένος και έγγραφα συνέχεια. Τώρα γράφω αραιά και που, αλλά μου αρέσει πολύ.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Rempeskes

Επιφανές μέλος

Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
Ένα βιβλίο μάλιστα από αυτά που έγγραφα μικρός το ξαναγράφω τώρα γιατί ήταν λίγο μπεμπικίστικο.



Και εγω το ιδιο :)
Ειχα γραψει μια ιστορια για ενα θλιμμενο λαγουδακι, που δεν το αγαπουν οι γονεις του, που η αγαπημενη του δεν τον θελει πια :(

...Μα με την επισκεψη ενος φιλικου φαντασματος, το λαγουδακι αποκτα παλι αυτοπεποιθηση :)

Υστερα, κερδιζει στην καροτομαχια ενα κακο, πολυ κακο σκυλακι Κανις :mad:

...Και μετα κερνα με καροτοζουμο τους γονεις του :)

Αυτη ηταν η υποθεση...
Υστερα απο λιγη σκεψη, το βιβλιο ειναι τωρα ετοιμο για ενα ωριμο ακροατηριο!
Η καροτομαχια εγινε ξιφομαχια,
το καροτοζουμο δηλητηριο,
το φιλικο φαντασμα
εγινε ενας δολοφονημενος πατερας που ζητα εκδικηση...

...Και το λαγουδακι πλεον ειναι ο Πριγκηπας της Δανιμαρκιας...


Παρ´ ολα αυτα, διατηρησα τον αρχικο τιτλο του νεανικου μου εργου:

..."Αμλετ ο Λαγουδακος:
Να ζει Κανις η να μη ζει"
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Amanda!!

Νεοφερμένος

Η Amanda!! αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 32 ετών και Μαθητής Γ' λυκείου. Έχει γράψει 15 μηνύματα.
Προσωπικά όταν ξεκινώ να γράψω κάτι θέλω να το γράφω για τον εαυτό μου, για να περνάω εγώ καλά.
Σα να φτιάχνω το δικό μου κόσμο.. Βέβαια όμως αυτό δεν το πετυχαίνω..
Κάθε φορά που το δείχνω σε κάποιον δεν ξέρω θέλω να το παρατήσω..
Ή αφού το δείξω αρχίζω να σκέφτομαι ότι μπορώ να το εκδώσω και να γίνει επιτυχία και άλλες τέτοιες χαζομάρες..
Και στο τέλος το παρατάω......
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

skatoula14

Πολύ δραστήριο μέλος

Η Μυρτω!!!! αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Φοιτήτρια. Έχει γράψει 1,102 μηνύματα.
εχω ξεκινησει αρκετες φορες να γραψω κατι αλλα ποτε δεν το τελειωνω...:(τι να πω ισως να μην εχω και το ταλεντο αλλα μου αρεσει να βρισκω συνεχως ιδεες και να φτιαχνω ιστοριες στο μυαλο μου...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

JoJoanna

Νεοφερμένος

Η Ιωάννα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 28 ετών, Μαθητής Α' λυκείου και μας γράφει απο Χανιά (Χανιά). Έχει γράψει 74 μηνύματα.
Συμβουλή είναι ότι ιδέα σας έρθει, όσο ηλίθια και να σας φαίνετε να την γράφετε αμέσως κάπου γιατί μετά θα την ξεχάσετε και θα βρίζετε την ώρα και τη στιγμή.

Πραγματικά καλή η συμβουλή σου!
Όταν μου βγαίνει γράφω κάτι σαν ποιήματα με ελεύθερο στίχο,αλλά για βιβλίο ούτε λόγος...ξεμένω από ιδέες απ'την αρχή κιόλας...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Guest 278211

Επισκέπτης

αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμέν. Δεν έχει γράψει κανένα μήνυμα.
συνήθως δε γράφω..! αλλά μερικές φορές, άμα με πιάσει, γράφω καμιά χαζομαρίτσα..! :P Σας γράφω μία:

Προσοχή: η παρακάτω ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα

Μην το προσπαθήσετε στο σπίτι' το πιο πιθανό είναι να μπείτε τιμωρία. Όσον αφορά για το σχολείο, φροντίστε να μην αφήσετε ίχνη.

Κενό. Η αγαπημένη ώρα όλων των φυσιολογικών μαθητών. Γιατί τίποτα συνηθισμένο δε γίνεται τότε και όλα όσα συμβαίνουν είναι εξαιρετικά και απίστευτα! Και όλοι οι μαθητές κατά τη διάρκειά του κάνουν «απόλυτη ησυχία». Το αποτέλεσμα είναι πάντα ένα διάλειμμα χαράς και ανακούφισης από την πίεση των μαθημάτων και τότε η φαντασία μας, ελεύθερη για λίγο, ψάχνει να βρει τρόπους «δημιουργικής απασχόλησης». Κάτι τέτοιο έγινε και την περασμένη εβδομάδα, μόλις ακούσαμε τη συγκλονιστική ανακοίνωση ότι δυστυχώς ο καθηγητής είναι άρρωστος και (αχ, τι κρίμα!) θα κάνουμε κενό.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, ένα-ένα τα γεγονότα: Η τριάδα των τελευταίων θρανίων έκανε πάλι τη ζημιά της..! Το πώς κατάφεραν να διαλύσουν το στυλό, να χύσουν το κόκκινο μελάνι στο πάτωμα και μετά, αφού το συναρμολόγησαν, να συνεχίζει να γράφει κανονικά, παρέμεινε για όλους μας ένα μυστήριο.
Αλλά δεν είναι ακριβώς εκεί το θέμα. Το πρόβλημα ήταν το εξής: πώς θα καθαριστεί το πάτωμα, χωρίς βέβαια να πάρει κανείς χαμπάρι τίποτα. Εφάρμοσαν λοιπόν εναλλακτικούς τρόπους καθαρισμού: παίρνουμε νερό και οτιδήποτε άλλο βρίσκουμε μπροστά μας και τρίβουμε, τρίβουμε, τρίβουμε με το πόδι το πάτωμα περιμένοντας το θαύμα, δηλαδή να καθαριστεί το μελάνι έστω και στο ελάχιστο. Χρησιμοποίησαν λοιπόν, σύμφωνα με αυτήν την τρελή ιδέα, χαρτιά από τετράδιο ή και το τετράδιο ολόκληρο (αχ δεντράκια μου, πήγατε χαμένα!), περιτύλιγμα από σάντουιτς και τυρόπιτα, ακόμα και το ίδιο το σφουγγάρι, το οποίο τώρα έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί και έτσι κλέψαμε το αντίστοιχο μιας άλλης τάξης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Και τότε, που είχε χαθεί κάθε ελπίδα, ήρθε σαν από μηχανής θεός η ιδέα στον έναν: να χρησιμοποιήσουν το αντισηπτικό! Πήγαν λοιπόν, άρπαξαν το μπουκάλι και άρχισαν να ρίχνουν με μανία το υγρό στο πάτωμα. Όλως περιέργως αυτή η μέθοδος πέτυχε και το κόκκινο μελάνι διαλύθηκε. Και έτσι, αφού γλίτωσαν την αποβολή, εντάχτηκαν στην αμέσως επόμενη ομάδα και πέρασαν σε καινούρια δραστηριότητα.
Όλα ανεξαιρέτως τα αγόρια της τάξης αποφάσισαν να κάνουν συμβούλιο για το πιο παιχνίδι θα παίξουν. «Μακριά γαϊδούρα» πετάγεται ο ένας, αλλά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται ο ήχος μιας σφαλιάρας πάνω στο μάγουλό του. Και αυτή ήταν η αρχή ενός άλλου παιχνιδιού που είναι γνωστό σε όλους τους λαούς και τις φυλές της γης και ονομάζεται κλοτσοπατινάδα, η αλλιώς το γνωστό σε όλους μας ξύλο! Και μάλιστα όχι απλώς ξύλο, αλλά αυτό που δείχνουν τα κινούμενα σχέδια, όπου όσοι μάχονται βρίσκονται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης και το μόνο που διακρίνεις είναι μερικές άστοχες μπουνιές και κλωτσιές στον αέρα.
Στο μεταξύ κάποιοι είχαν βγει στην αυλή για να πάρουν αέρα. Όσοι απέμειναν παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον την όλη κατάσταση με τη συνοδεία «ποιοτικής μουσικής»ʼ η τάξη είχε πλέον μετατραπεί σε νυχτερινό κέντρο και όλοι οι μαθητές ήταν μες στην τρελή χαρά. Περιττό να πούμε πόσο ζήλευαν οι άλλες τάξεις που έκαναν κανονικά το μάθημά τους! Αφού ακόμα και χαρτάκια και νερό μας έριχναν για να σταματήσουμε να τους υπενθυμίζουμε πως έχουμε κενό! Μέχρι που χτύπησε το κουδούνι και επιστρέψαμε στη ζοφερή πραγματικότητα…



Πώς σας φάνηκε??? Χαζομαρίτσα??
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Φοιτήτρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.
γράφω :redface: αλλά είναι αρχήηη ακόμα:)
γράφω 2 βασικά, το ένα βρίσκεται σε καλό δρόμο, το άλλο είναι σε εμβρυακή κατάσταση :P
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Trolletarian

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Trolletarian αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 32 ετών, Φοιτητής και μας γράφει απο Γερμανία (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,265 μηνύματα.
γράφω :redface: αλλά είναι αρχήηη ακόμα:)
γράφω 2 βασικά, το ένα βρίσκεται σε καλό δρόμο, το άλλο είναι σε εμβρυακή κατάσταση :P

α γράφουμε και βιβλία
δε μου τα έλεγες αυτά αγάπη μου...:D
θέλω να διαβάσω.....
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

grotesque_mask

Πολύ δραστήριο μέλος

Η in bianco e nero αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Φοιτήτρια και μας γράφει απο Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρώπη). Έχει γράψει 1,193 μηνύματα.
όταν εκδοθούν, θα τα διαβάσεις :D :whistle:




:lol:
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 1 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 3 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
  • Φορτώνει...
Top